3/7/08

Συνθήκη της Λισαβόνας

[Ομιλία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στα πλαίσια της συζήτησης για το νομοσχέδιο που αφορά την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας.]

Το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο πολιτικό περιβάλλον καθιστά απαραίτητη τη θέσπιση και την ενίσχυση συνεργασιών και συμμαχιών μεταξύ των πολιτών, διαμέσου των εκλεγμένων κυβερνήσεων των χωρών τους. Οι σημερινές ανάγκες κρατών και πολιτών δεν μπορούν να βρουν ικανοποιητικές απαντήσεις μόνο μέσα στα περιορισμένα εθνικά σύνορα αλλά επιβάλλουν την αναζήτηση κοινών πολιτικών που μέσω συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και δράσεων μπορούν να δώσουν υπόσταση στις προσδοκίες της ευρύτερης κοινωνίας. Τα κράτη που συναποτελούν την Ευρωπαϊκή Ένωση εκφράζουν τη βούληση των πολιτών της Ευρώπης για όδευση προς ένα κοινό μέλλον ασφάλειας και ευημερίας το οποίο περνά μέσα από την προοπτική της διαρκούς ενίσχυσης και αναβάθμισης των λειτουργιών της Ένωσης. Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα δεν αποτελεί χωροταξική, γεωγραφική, οικονομική ή άλλως πώς αποσπασματική επιδίωξη. Συνοψίζει ένα υπόβαθρο κοινών αξιών, αρχών και πεποιθήσεων που συναποτελεί την ενιαία «ευρωπαϊκή ταυτότητα». Η έκταση του χώρου έκφρασης αυτής της «ταυτότητας» καθορίζεται από τις πολιτικές ρυθμίσεις που συμφωνούν τα κράτη μέλη και το εύρος που του παρέχεται είναι αντίστοιχο με τη βούληση για προοδευτική υλοποίηση της ενοποίησης.
Η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη που έχουμε ενώπιων μας είναι ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αποσκοπώντας σε μία δημοκρατικότερη, διαφανέστερη και αποτελεσματικότερη Ευρωπαϊκή Ένωση που να πρεσβεύει και να εργάζεται για τις αρχές και τις αξίες στις οποίες εδράζεται, για την αλληλεγγύη των λαών και την ασφάλεια, μέσα από την ισχυρή διεθνή παρουσία της. Ιδιαίτερη είναι η σημασία που δίνεται στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) καθώς αποτελεί το κεφάλαιο μέσα από το οποίο θα διαφανεί η πραγματική προοπτική αναβάθμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα υπολογίσιμο και ευέλικτο παράγοντα της διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας με δυνατότητες ανάληψης δράσης που να ενισχύουν τη διεθνή ειρήνη και να εμπεδώνουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Ωστόσο, η Συνθήκη ως προϊόν διαβούλευσης και συμβιβασμού, δεν μπορεί να ικανοποιεί σε απόλυτο βαθμό το σύνολο των επιδιώξεων ή των στόχων κανενός, αλλά η διάθεση για συναίνεση είναι το συνεκτικό στοιχείο που διαχρονικά αποτέλεσε την κινητήριο δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ τα κατά καιρούς σχετικά ελλείμματα οδήγησαν σε απογοητευτικές καταστάσεις. Σήμερα, παρά το αρνητικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία, η διαδικασία συνεχίζεται. Η κύρωση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης αποτελεί πεδίο έκφρασης της διάθεσης των λαών, είτε άμεσα είτε δια των εκπροσώπων τους, και όλες οι τοποθετήσεις πρέπει να προσεγγίζονται με τον απαραίτητο σεβασμό. Ιδιαίτερα εμείς ως Κύπριοι πολίτες που βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν τις πιέσεις του διεθνούς παράγοντα για την τοποθέτησή μας σε ένα θέμα που αφορούσε το εθνικό μας μέλλον, έχουμε καθήκον να κατανοούμε την εκφρασθείσα λαϊκή βούληση χωρίς να υποτιμούμε και χωρίς να αμφισβητούμε το κριτήριο των πολιτών που επέλεξαν να καταψηφίσουν τη Συνθήκη.

Θεωρούμε ότι η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη προσαρμόζει την Ευρωπαϊκή Ένωση στις πολιτικές και λειτουργικές ανάγκες που αναφύονται μέσα από τις σημερινές πραγματικότητες. Πολλές από τις πρόνοιες της Συνθήκης αποτελούσαν διαχρονικά σημεία αδυναμίας που περιόριζαν την Ένωση από την εκπλήρωση της προοπτικής της και που σήμερα φαίνεται να βρίσκουν αποτελεσματικές λύσεις. Η κυριότερη ίσως αλλαγή αφορά τον περιορισμό των δημοκρατικών ελλειμμάτων προσδίδοντας αναβαθμισμένο ρόλο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που επιφορτίζεται με επιπλέον αρμοδιότητες σε σχέση με τη νομοθεσία, τον προϋπολογισμό και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών. Η παράλληλη αναβάθμιση του ρόλου των Εθνικών Κοινοβουλίων στις κοινοτικές λειτουργίες και η θεσμοθέτηση της σχέσης τους με το Ευρωκοινοβούλιο δίνει το στίγμα της πρόθεσης για ενίσχυση των αντιπροσωπευτικών δομών ώστε να καταστεί η Ένωση πραγματικός και πολυεπίπεδος φορέας συνεργασίας των πολιτών και των κυβερνήσεων. Επιπλέον, η πρόνοια για ανάληψη πρωτοβουλιών από πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνει διεξόδους και εναλλακτικές λύσεις μεταφέροντας τη λειτουργία της δημοκρατίας σε μία διαρκή κατάσταση.
Παράλληλα, ήταν απαραίτητη η σαφής θεσμοθέτηση του πλαισίου αρχών εντός του οποίου αναπτύσσεται η Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε ο προσανατολισμός της να είναι οριοθετημένος. Σύμφωνα με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αποκτά δεσμευτικό χαρακτήρα αφού ενσωματώνεται στο ευρωπαϊκό πρωτογενές δίκαιο. Πρόκειται για μία ιδιαιτέρως σημαντική εξέλιξη εφόσον έτσι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα Κράτη Μέλη οφείλουν να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα όταν θεσπίζουν και εφαρμόζουν το κοινοτικό δίκαιο. Οι αρχές και οι αξίες που διέπουν τη λειτουργία της Ένωσης δεν είναι απλώς προς αποδοχή από τα ενδιαφερόμενα για ένταξη κράτη αλλά είναι απαραίτητη η έμπρακτη τήρηση και εφαρμογή τους. Αναμένουμε ότι η πρακτική σημασία του ενισχυμένου πλαισίου αρχών της Ευρώπης θα καταγραφεί στο άμεσο μέλλον, όπου οι προς ένταξη χώρες δεν θα έχουν την πολυτέλεια χειρισμών αντίστοιχων με αυτούς της Τουρκίας κατά τη μη επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας. Επιπλέον, οι ρητές αναφορές στην αρχή της δημοκρατίας, στο κράτος δικαίου, στο σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στη σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης και της πλήρους απασχόλησης εναρμονίζουν τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα θέματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους πολίτες. Η εναρμόνιση στόχων και επιδιώξεων είναι το στοιχείο που μπορεί να επανασυνδέσει τους πολίτες με την πολιτική, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο αφού η διάσταση είναι πάντοτε ανάλογη με την αποστασιοποίηση που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια αυξάνεται γεωμετρικά.
Επιπρόσθετα η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών όφειλε να εξεύρει ευέλικτες μεθόδους αποδοτικής συνεργασίας ώστε να μην μετατραπεί σε ένα χαλαρό σχηματισμό με εύθραυστη λειτουργικότητα. Η επέκταση της ρύθμισης για ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία σε νέους τομείς πολιτικής στη βάση της διττής πλειοψηφίας – κρατών μελών και πληθυσμού – αποδεσμεύει την Ένωση από το διαρκώς επικρεμάμενο κίνδυνο του βέτο σε μία σειρά από θέματα. Η θεσμοθέτηση του αξιώματος του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η υιοθέτηση του θεσμού του Ύπατου Εκπρόσωπου για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας ενισχύουν την ενιαία εικόνα και συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα της Ένωσης. Η ευελιξία και η αποτελεσματικότητα αποκτούν νέα πεδία με την επέκταση και αναβάθμιση των τομέων δράσης σε θέματα της καθημερινότητας των Ευρωπαίων πολιτών όπως η ενέργεια, η δημόσια υγεία, οι κλιματολογικές αλλαγές, το εμπόριο, η εγκληματικότητα αλλά και η ανθρωπιστική βοήθεια, η ασφάλεια και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Μέσα από αυτά προκύπτει η ανάγκη για μια ισχυρή φωνή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και στον τομέα της ασφάλειας, όπου η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη φαίνεται να δίνει ικανοποιητικές απαντήσεις. Για την προώθηση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας της Ένωσης είναι απαραίτητη η καθιέρωση της μόνιμης Προεδρίας στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων μέσω του θεσμού του Ύπατου Εκπροσώπου ο οποίος θα επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης. Η διαδικασία της εκλογής του Ύπατου Εκπροσώπου στην οποία θα συμμετέχουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δηλ. τα Κράτη Μέλη, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί μια συμμετοχική διαδικασία που καθορίζει τα χαρακτηριστικά τόσο του προσώπου όσο και της πρακτικής που θα ακολουθήσει.
Η αναβάθμιση της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας είναι μία αναγκαιότητα που υπογραμμίζεται από την εμπειρία του παρελθόντος. Η δυστοκία και τα αδιέξοδα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων το 2003 για το θέμα του Ιράκ κατέδειξε τη σχετική ανάγκη ενώ κατά την πρόσφατη κρίση του Λιβάνου διαφάνηκε η σημαντικότητα του ρόλου που μπορεί να διαδραματίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το σημερινό παγκόσμιο ισοζύγιο δυνάμεων επιβάλει την παρουσία της Ένωσης όχι ως παγκόσμιου χωροφύλακα ή συν-χωροφύλακα, ούτε ως αντίπαλου δέους της υπερατλαντικής υπερδύναμης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλεται να λειτουργήσει στα πλαίσια της «ήπιας ισχύος» που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά θετικά στην αντιμετώπιση και στην επίλυση ευαίσθητων διεθνών ζητημάτων. Η κοινή πολιτική μπορεί να λαμβάνει σειρά μορφών που να εκτείνεται από τους γενικούς προσανατολισμούς και τις κοινές στρατηγικές μέχρι τις κοινές θέσεις και τις κοινές δράσεις. Ήδη, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεισφέρει στους Τακτικούς Σχηματισμούς Μάχης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεργασία με άλλες χώρες ενώ έχει συμμετάσχει σε σειρά αποστολών όπως στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στο Σουδάν και στη FYROM. Συμμετέχει δε στην αποστολή στη Βοσνία – Ερζεγοβίνη, καθώς και σε εκείνη στη Μολδαβία – Ουκρανία. Επιπρόσθετα, συμμετέχει στο επιχειρησιακό στρατηγείο της αποστολής στο Τσαντ.
Σύμφωνα με τη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, η Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει κοινές πολιτικές και δράσεις με στόχο «τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη των συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τους στόχους και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και σύμφωνα με τις αρχές της τελικής πράξης του Ελσίνκι και τους στόχους του Χάρτη του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τα εξωτερικά σύνορα» (Άρθρο 21.2.γ.). Η συγκεκριμένη σαφής αναφορά σχετικά με την εξωτερική δράση της Ένωσης καθορίζει το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί και το χαρακτήρα που θα λάβει. Στη συνέχεια καθορίζεται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια η αποστολή της Ένωσης όπου αναφέρεται ότι «η αρμοδιότητα της Ένωσης στο πεδίο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας καλύπτει όλους τους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν την ασφάλεια της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του προοδευτικού καθορισμού κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κοινή άμυνα» (Άρθρο 24, πρώην Άρθρο 11). Η αναφορά σε «προοδευτικό καθορισμό κοινής αμυντικής πολιτικής» είναι ένα σημείο για το οποίο έλαβε χώρα εκτενής συζήτηση αφού θεωρήθηκε ότι ενδεχομένως να προκαταλαμβάνει μελλοντικές αποφάσεις των οργάνων της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται βεβαίως να μετατραπεί σε στρατιωτική συμμαχία, αλλά εμείς θεωρούμε ότι με το συγκεκριμένο άρθρο, η Συνθήκη θέτει το μεσομακροπρόθεσμο στόχο σε αυτό τον τομέα, τον οποίο και επιδιώκουμε. Επιπλέον η προοπτική ενεργοποίησης της Ρήτρας Αλληλεγγύης που προνοεί την κινητοποίηση μέσων για την παροχή ενεργού βοήθειας σε κράτη μέλη μετά από αίτηση των πολιτικών τους αρχών σε περίπτωση που κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή, θέτει τις βάσεις για πρακτικές απόπειρες ελέγχου των δυνατοτήτων αυτής της προοπτικής.

Ως Δημοκρατικό Κόμμα υποστηρίζουμε την έγκριση του Νομοσχεδίου που αφορά την κύρωση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης. Θεωρούμε ότι η Συνθήκη αποτελεί μία θετική εξέλιξη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για τα κράτη μέλη και κυρίως για τους πολίτες των κρατών μελών. Θεωρούμε ακόμη ότι αποτελεί ευρύτερη θετική εξέλιξη αφού η υγιής ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στο σωστό πλαίσιο έχει να προσφέρει πολλά τόσο στην Ευρώπη όσο και στον κόσμο.