16/12/07

Ομιλία στα πλαίσια της συζήτησης για τον Κρατικό Προϋπολογισμό του έτους 2008

Κύριε Πρόεδρε,
Έντιμοι Υπουργοί,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,


Ο Προϋπολογισμός που έχουμε ενώπιόν μας ως ο πέμπτος που κατατίθεται από την Κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου, πρέπει να κριθεί με τα υψηλότερα ποιοτικά κριτήρια. Μετά από ένα ουσιαστικό διάστημα διακυβέρνησης, κάθε Κυβέρνηση κρίνεται για το εάν διαθέτει τα πολιτικά αποθέματα και τις δημιουργικές δυνατότητες που να της επιτρέπουν να οικοδομήσει την πολιτεία που οραματίζονται όσοι τη συναποτελούν. Κρίνεται κατά πόσον δημιούργησε τις προϋποθέσεις για αισιόδοξο βλέμμα προς το μέλλον με οικονομικό προγραμματισμό που να γεννά ελπίδα για τους πολίτες του σήμερα και για τις γενιές του αύριο. Και αυτή η Κυβέρνηση, μέσα στην πενταετία που διανύσαμε μπόρεσε να ξανακαταστήσει εύφορη την καμένη γη που παρέλαβε. Μπόρεσε να μετατρέψει σε καρποφόρα μία περιοχή που κατέστη άγονη από την αλόγιστη εκμετάλλευση, από το απρογραμμάτιστο ξόδεμα και από την ανικανότητα διαχείρισης των τέως κυβερνώντων.
Η Κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου, η Κυβέρνηση της Αλλαγής, κλήθηκε από τον Κυπριακό λαό να αναλάβει το πηδάλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ώρες δύσκολες για τον τόπο, τόσο σε σχέση με την Εθνική μας Υπόθεση όσο και σε σχέση με την εσωτερική διακυβέρνηση. Η απαλλαγή από την Κυβέρνηση του Συναγερμού κρίθηκε από τον Κυπριακό Λαό απαραίτητη κυρίως λόγω της απαίτησης της κοινωνίας για φυγή προς τα εμπρός. Η Κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου ήταν γέννημα των καιρών και θρέμμα της ανάγκης για επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτεία τους. Και θέτοντας αυτή την ανάγκη ως πρωταρχικό στόχο ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της.
Σήμερα δεν κρίνεται μόνο ο Προϋπολογισμός που κατατίθεται από την Κυβέρνηση αλλά κρίνεται παράλληλα και η συνολική οικονομική πολιτική που εφαρμόστηκε την τελευταία πενταετία δίνοντας τη δυνατότητα για ανόρθωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Κρίνεται η πορεία η οποία οδήγησε την Κυπριακή Δημοκρατία στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Ζώνη του Ευρώ. Κρίνεται η ασφαλής πορεία προς την αξιοπιστία του κράτους έναντι του πολίτη. Κρίνεται η ικανότητα διοίκησης της Κυπριακής Δημοκρατίας που ως προϊόν των διαχρονικών θυσιών του Κυπριακού Λαού πρέπει μόνο να προοδεύει, να ευημερεί και να βελτιώνεται.

Ο σωστός πολιτικοοικονομικός προγραμματισμός της Κυβέρνησης εκφράζεται μέσω της συνεπούς οικοδόμησης του κρατικού προϋπολογισμού στη βάση του Αναθεωρημένου Προγράμματος Σύγκλισης 2006 – 2010, του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του Εθνικού Μεταρρυθμιστικού Προγράμματος για τη Στρατηγική της Λισσαβόνας. Η τήρηση των στόχων που τίθενται ως προτεραιότητες για επίτευξη των δημοσιονομικών επιδιώξεων είναι μία προσπάθεια για την οποία απαιτείται διαρκής στοχοπροσήλωση αλλά και πολιτική βούληση με γνώμονα το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον. Και ο συνεπής οικονομικός προγραμματισμός χωρίς ξεσπάσματα και παρασπονδίες είναι η μοναδική οδός για ώριμη διαχείριση των οικονομικών του Λαού και των γενεών που θα ακολουθήσουν.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η Κυβέρνηση αξιοποιεί με κριτήρια πολιτικής ιεράρχησης και κοινωνικής ευαισθησίας τα περιθώρια ανακατανομής των δαπανών μεταξύ των Υπουργείων. Η αύξηση των δαπανών προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις δηλεί τις πολιτικές προτεραιότητες της Κυβέρνησης που εκτείνονται στους τομείς της Παιδείας, της Υγείας, της Κοινωνικής Προστασίας, της Οδικής Ασφάλειας και της Ενέργειας. Αυτοί οι πέντε κεντρικοί τομείς ενδιαφέροντος τονίζουν τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό του κυβερνητικού προγραμματισμού και τη διαρκή έγνοια για την προσωπική ευημερία των πολιτών. Η επένδυση στη βελτίωση της ποιότητας της καθημερινότητας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις προοπτικές ανάπτυξης του τομέα της Οικονομίας και της χώρας γενικότερα αφού ο κάθε πολίτης αποτελεί τόσο ατομικά όσο και σε συνεργασία με τους συμπολίτες του την κινητήριο δύναμη για την υγιή λειτουργία του Κράτους.
Το τρίπτυχο Σταθερότητα – Ανάπτυξη – Ευημερία συνοψίζει τη φιλοσοφία του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2008. Η οικονομική σταθερότητα καθιστά την Κύπρο περιβάλλον ανταγωνιστικής και ευέλικτης οικονομίας, με θετικό ρυθμό ανάπτυξης και προοπτικές ποιοτικής απασχόλησης για τους πολίτες. Η σταθερή ανάπτυξη είναι απαραίτητο εχέγγυο για την ευημερία των πολιτών και για την κοινωνική πρόοδο, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής κοινωνικής συνοχής.
Η μείωση του Δημοσιονομικού Ελλείμματος από το 6.4% στο 1.5%, η μείωση του Δημόσιου Χρέους από το 69.8% στο 65%, η αύξηση του Ρυθμού Ανάπτυξης από το 1.9% στο 4%, και η αύξηση του κατά κεφαλή εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στο 89% του ευρωπαϊκού μέσου όρου από το 75% του 2002, χωρίς να επιβληθεί ούτε μία νέα φορολογία, ούτε ένα επιπλέον βάρος στους πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι επιτεύγματα για τα οποία τόσο εμείς ως στελέχη του ΔΗΚΟ όσο και όλοι μας πρέπει να είμαστε περήφανοι. Επιπλέον, η αύξηση των Κοινωνικών Δαπανών κατά 207% από το 2003, αντιπροσωπεύοντας το 16.5% του ΑΕΠ σε σχέση με 12.4% το 2002, η παροχή πακέτων στοχευμένων μέτρων ύψους πέραν των 250 εκ. ΛΚ, ο υπερδιπλασιασμός των δαπανών για την Παιδεία και το ότι από το 2008 δύο στους τρείς Κύπριους δεν θα πληρώνουν πλέον φόρο εισοδήματος, είναι απτές αποδείξεις για τη δυνατότητα συνύπαρξης της δημοσιονομικής εξυγίανσης με το κοινωνικό κράτος.
Ωστόσο, παρά την ουσιαστική αύξηση του συνόλου των κοινωνικών παροχών κατά 109% σε σχέση με το 2002, δηλαδή από 239 εκ. ΛΚ σε 500 εκ. ΛΚ, η μέριμνα για ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού δεν είναι μονοσήμαντη και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αναγνωστεί ως τέτοια. Η άνοδος του Βιοτικού Επιπέδου των πολιτών της Δημοκρατίας αφορά το σύνολο της κοινωνίας και αποτελεί το εισιτήριο για έξοδο από τη φτώχια για τα κατώτερα οικονομικά στρώματα. Επιπλέον, οι έμμεσου τύπου παροχές, όπως η επέκταση του αφορολόγητου εισοδήματος, ενισχύουν δομικά τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και αυξάνουν τις οικονομικές τους δυνατότητες. Έτσι, παρά τη διαρκή αύξηση των κοινωνικών παροχών, όραμά μας είναι μία κοινωνία στην οποία οι πολίτες δεν θα έχουν την ανάγκη κανενός είδους παροχών, αλλά θα μπορούν να λειτουργήσουν αξιοπρεπώς με την αξιοποίηση των εισοδημάτων τους που θα τους παρέχουν τη δυνατότητα της άνετης συντήρησης και εξέλιξης.
Η υλοποίηση αυτού του οράματος επιτυγχάνεται μέσα από την παράλληλη προσέγγιση δύο πεδίων: της εκπλήρωσης των δημοσιονομικών στόχων και της επίτευξης της οικονομικής/κοινωνικής προόδου. Απλούστερα, μέσα από την ευημερία τόσο των αριθμών όσο και των ανθρώπων. Η κεντρώα φιλοσοφία της Κυβέρνησης και ιδιαίτερα του Υπουργείου Οικονομικών, δίνει τη δυνατότητα για επιτυχή ανταπόκριση σε αυτό το δύσκολο ζήτημα. Η προσέγγιση της Οικονομίας της χώρας χωρίς νεοφιλελεύθερες, αριστερίστικες ή άλλου τύπου αγκυλώσεις, προστατεύει αφενός από την αριθμολαγνεία και την υποδούλωση στο μεγάλο Κεφάλαιο και αφετέρου προφυλάσσει από λαϊκίστικες άλογες δαπάνες υπό φιλανθρωπικό προσωπείο. Η Κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου έχει αποδείξει ότι είναι ένας αξιόπιστος και υπεύθυνος διαχειριστής της Οικονομίας, με ιδεολογικό υπόβαθρο που καθιστά βίωμα την κοινωνική ευαισθησία και την έγνοια για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Η κοινωνική δημοκρατία που ξεκινήσαμε να κτίζουμε είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση το κατ’ αρχήν νοικοκύρεμα της οικονομίας μας. Και το καταφέραμε, και συνεχίζουμε, γιατί έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε, γιατί αποδείξαμε ότι μπορούμε.

Πέρα από αυτά όμως, επιθυμώ να αναφερθώ ιδιαιτέρως στον προγραμματισμό των δαπανών για την αμυντική μας θωράκιση. Ζώντας σε μία ημικατεχόμενη και υπό διαρκή απειλή πατρίδα, έχουμε καθήκον να συντηρούμε ένα αξιόμαχο στρατό που να λειτουργεί αποτρεπτικά για τα όποια επεκτατικά σχέδια εξυφαίνονται εις βάρος μας. Προτεραιότητα της Κυβέρνησης ήταν και είναι πάντοτε η διατήρηση ενός σύγχρονου, αξιόμαχου και ευέλικτου στρατού με υψηλό φρόνημα.
Οι τακτικές αμυντικές δαπάνες για το 2008 είναι αυξημένες κατά 5 εκ. ΛΚ σε σχέση με το 2007 για τον τομέα των αναπτυξιακών δαπανών, κατατάσσοντας την Κυπριακή Δημοκρατία ανάμεσα στις πρώτες χώρες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας σε ποσοστό αμυντικών δαπανών επί του ΑΕΠ. Έμφαση δίνεται στην επένδυση επί του εμψύχου υλικού της Εθνικής Φρουράς, ώστε όσοι τη συναποτελούν να μπορούν να συνεισφέρουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους.
Η διαφορά φιλοσοφίας που χαρακτηρίζει την πολιτική της Κυβέρνησης του Τάσσου Παπαδόπουλου στον τομέα των αμυντικών δαπανών σε σχέση με την προηγούμενη διακυβέρνηση είναι διαφορά ουσίας. Για μάς, η Άμυνα του τόπου είναι ένας τομέας ιερός που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μετατρέπεται σε θέατρο εξυπηρέτησης μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και διπλωματικών πειραματισμών. Είναι ακόμη πρόσφατες οι μνήμες των πολιτών από την πυραυλολογία και τους παλικαρισμούς της Κυβέρνησης Κληρίδη που καταξόδεψε τα χρήματα των Κυπρίων για να παραγγείλει εκτοξευτήρες πυραύλων ως ντεκόρ για προεκλογικά σποτ που ουδέποτε παραλήφθηκαν και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν. Η ηφαιστιολογία και η δημιουργία τεχνητών κρίσεων στο Κυπριακό με αντικείμενο τον ευαίσθητο τομέα της Άμυνας οδήγησε ασφαλώς σε εξελίξεις στο Εθνικό μας Θέμα οι οποίες όμως γέννησαν το Σχέδιο Ανάν. Και οι μαθητευόμενοι μάγοι που παρουσιάζονται σήμερα ως έμπειροι διπλωμάτες δεν τολμούν καν να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί, απαξιώντας να δώσουν απαντήσεις στον Κυπριακό Λαό.
Ωστόσο, αν το προεκλογικό πυροτέχνημα του 1998 κόστισε στο Λαό μας 300 εκ. ΛΚ, το προεκλογικό πυροτέχνημα του 2008, που αφορά τη μείωση της στρατιωτικής θητείας, είναι μικρότερου οικονομικού κόστους αλλά υψηλού εθνικού κινδύνου. Πρόκειται για ξαναζεσταμένο φαγητό το οποίο αναμασά ο Δημοκρατικός Συναγερμός και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση, διεκδικώντας μία χούφτα ψήφους, συμπαρασύροντας και το ΑΚΕΛ που ως ουραγός πλειοδοτεί επίσης για μείωση της στρατιωτικής θητείας, πλήττοντας καίρια το ηθικό των παιδιών της Εθνικής Φρουράς. Η ανάγκη περιφρούρησης της γραμμής αντιπαράταξης και επάνδρωσης των φυλακίων με αξιόμαχους εθνοφρουρούς υποτιμάται και τους μεταφέρεται το μήνυμα ότι η παρουσία τους δεν είναι απαραίτητη, λέγοντας ότι μπορούν να βγάζουν σκοπιά οι κάμερες, δημιουργώντας έτσι ρήγμα στην πειθαρχημένη άσκηση των καθηκόντων τους. Το καθ’ ύλην αρμόδιο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς απορρίπτει την πρόταση για μείωση της στρατιωτικής θητείας ως αναντίστοιχη με τις αμυντικές επιχειρησιακές ανάγκες της χώρας μας, αλλά ο υποψήφιος του ΔΗΣΥ επιμένει να μοιράζει υποσχέσεις για άμεση απόλυση των μισών εθνοφρουρών άμα τη εκλογή του αδιαφορώντας για τη γνώμη των ειδικών και παρουσιάζεται έτοιμος να μετατρέψει την Κύπρο σε ανοχύρωτη πολιτεία, έρμαιο στις ορέξεις του οποιουδήποτε, λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς αντί στρατιωτικούς όρους.
Παράλληλα, σημειώνεται ένα οξύμωρο σχήμα, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατηγορείται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι θέλει λύση σε βάθος χρόνου και ότι αποτελεί εμπόδιο για την πρόοδο του διαλόγου με την άλλη πλευρά. Κατηγορείται ακόμη ότι εδραιώνει τη διχοτόμηση. Οι ίδιοι που τον κατηγορούν δηλώνουν ότι μπορούν να λύσουν το Κυπριακό σε μερικούς μήνες. Ταυτόχρονα όμως καταθέτουν δέσμευση για πρόσληψη χιλιάδων μονίμων στρατιωτικών στελεχών για να δημιουργήσουν ένα μόνιμο μισθοφορικό στρατό. Δημιουργείται μέσα από αυτά η εύλογη απορία: Αν η αντιπολίτευση συλλαμβάνεται να είναι ασυνεπής στις διακηρύξεις της φάσκοντας και αντιφάσκοντας αναλόγως θεματικής και ακροατηρίου, πώς θα είναι συνεπής ως Κυβέρνηση όταν εκτός από το να μιλά θα πρέπει κιόλας να πράττει;
Στον αντίποδα της εισήγησης για αποδυνάμωση και απονεύρωση της Εθνικής Φρουράς βρίσκεται η δική μας πρόταση που έγινε νόμος με στόχο την πάταξη του φαινομένου της φυγοστρατίας. Με την ψήφιση της νομοθεσίας για την εναλλακτική θητεία μειώθηκαν κατά 50% οι αιτήσεις για αναστολή λόγω επίκλησης ψυχολογικών προβλημάτων στη σειρά κατάταξης 2007Β ΕΣΣΟ. Δημιουργήσαμε ένα δίκαιο και λειτουργικό νομικό πλαίσιο με το οποίο οι έχοντες πραγματικά προβλήματα θα απαλλάσσονται της θητείας χωρίς να περιθωριοποιούνται, οι προφασιζόμενοι λόγους και αφορμές για αποφυγή της στράτευσης δεν θα ευεργετούνται και οι κανονικώς υπηρετούντες τη θητεία τους δεν θα θυματοποιούνται. Ειδοποιός διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα στις δικές μας προτεραιότητες και τις διακηρύξεις της αντιπολίτευσης είναι το ότι εμείς θεωρούμε τους νέους μας άξιους και ικανούς, με διάθεση να υπηρετήσουν την πατρίδα τους όσο αυτή απειλείται, ενώ αυτοί θεωρούν ότι οι νέοι αναζητούν διαφυγή από την αγγαρεία της υπηρεσίας προς την πατρίδα και τις εύκολες διεξόδους από το καθήκον.

Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Στην οικοδόμηση του κυβερνητικού έργου της πενταετίας το Δημοκρατικό Κόμμα είχε ρόλο πρωταγωνιστικό. Στηρίξαμε την Κυβέρνηση, στελεχώσαμε την Κυβέρνηση και κρίναμε εποικοδομητικά την Κυβέρνηση. Αλλά σε αυτή την πορεία δεν ήμασταν μόνοι. Όλες οι δυνάμεις που στήριξαν την εκλογή του Τάσσου Παπαδόπουλου και ιδιαίτερα η ΕΔΕΚ και το ΑΚΕΛ εργάστηκαν σκληρά για την επίτευξη του μεγαλύτερου μέρους των Προγραμματικών Στόχων που θέσαμε το 2003. Ωστόσο σήμερα, κάποιοι από τους συνεργάτες μας επιλέγουν την εγκατάλειψη του μετώπου των Δημοκρατικών Δυνάμεων διαλέγοντας δρόμους μοναχικούς.
Είναι αυτονόητο ότι το δικαίωμα του κάθε πολιτικού σχηματισμού να διεκδικεί αυτόνομα την εξουσία εξυπακούεται. Είναι ακόμη αυτονόητο το δικαίωμα του κάθε κόμματος να επιλέγει τις συνεργασίες του με τα δικά του κριτήρια. Δεν κρίνεται σε καμία περίπτωση το δικαίωμα της επιλογής αυτό καθ’ εαυτό, αλλά αντικείμενο διαρκούς πολιτικής κριτικής είναι το διακύβευμα της όποιας επιλογής.
Η τριμερής συνεργασία ανάμεσα στο ΔΗΚΟ, το ΑΚΕΛ και την ΕΔΕΚ δεν ήταν σε καμία περίπτωση απλώς μία συμφωνία των ηγεσιών των τριών κομμάτων, ούτε ο χώρος υλοποίησής της περιορίστηκε στη συνεννόηση των συμμετεχόντων στο Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν ήταν ένας εκλογικός μηχανισμός φτιαγμένος για να κερδίζει εκλογές, ούτε πλατφόρμα για να ανεβάζει σε θέσεις και αξιώματα κομματικά στελέχη. Η συνεργασία των τριών δυνάμεων ήταν απαίτηση της πλειοψηφίας των πολιτών και λειτούργησε σε πολλαπλά επίπεδα της κοινωνίας, όπου υπήρχε έντονη η διάθεση για Αλλαγή και απαλλαγή από συντηρητικές νοοτροπίες του παρελθόντος.
Τα αποτελέσματα της συνεργασίας των δυνάμεων της Αλλαγής είναι ορατά στην κυπριακή κοινωνία και είναι καταγεγραμμένα από τους εταίρους της συνεργασίας, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων διαπίστωνε, διαβάζω τα δικά τους τα λόγια, ότι «η κυβέρνηση έδωσε δείγματα γραφής που καταδεικνύουν μια διαφορετική νοοτροπία και προσέγγιση στα κοινωνικοοικονομικά πράγματα του τόπου, στο νοικοκύρεμα της δημόσιας ζωής, στην προώθηση της αξιοκρατίας και της χρηστής διοίκησης», προσθέτοντας ότι στη συνεργασία «υπάρχει ειλικρίνεια και αμοιβαίος σεβασμός» που πρέπει συνεχώς να ενισχύονται «για το καλό του τόπου και του λαού»
[1].
Στο πρόσφατο παρελθόν, η ηγεσία του ΑΚΕΛ μας παρέδιδε μαθήματα συμπολίτευσης. Διακήρυττε ότι «ως ΑΚΕΛ δεν είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε φαινόμενα λαϊκισμού και δημαγωγίας όταν στελέχη από Κόμματα της συμπολίτευσης με τον πιο εύκολο τρόπο ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και συνταυτίζονται ουσιαστικά με την ισοπεδωτική αντιπολίτευση του Συναγερμού»
[2]. Σήμερα όμως, οι ίδιοι που μας κατηγορούσαν ότι δεν χειροκροτούμε αρκετά δυνατά την Κυβέρνηση, ξεπερνούν και τον ίδιο το Συναγερμό ως προς τη διάθεσή τους για αντιπολιτευτικό μηδενισμό.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ επιδίδεται σήμερα σε αυτό που σε ανύποπτο χρόνο χαρακτήριζε ως «ισοπεδωτική αντιπολίτευση», αλλά η τάση για ισοπέδωση γενικεύεται και εκτείνεται ως συνολική στάση έναντι της διαφορετικής άποψης. Οι Κύπριοι πολίτες είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν ό,τι τους επιβάλει η συνείδησή τους και έχουν την υποχρέωση να πράξουν ό,τι τους καθοδηγεί ο πατριωτισμός τους. Εμείς στο ΔΗΚΟ έτσι ξέρουμε να εκφραζόμαστε και έτσι αντιλαμβανόμαστε τη λειτουργία των Κομμάτων: όχι ως κλειστά κλαμπ που στερούν το δικαίωμα της έκφρασης αλλά ως χώρους ελεύθερης σκέψης και συλλογικού προβληματισμού.

Σήμερα παρατηρείται μία ενδιαφέρουσα εναρμόνιση των εκπροσώπων του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ αφού έχουν επικρατήσει και στα δύο Κόμματα εκείνες οι τάσεις που παραδοσιακά διακρίνονταν από την υποχωρητική νοοτροπία του καλού παιδιού, οπότε η παραγωγή θέσεων που χαρακτηρίζονται από παρόμοιες μέχρι όμοιες είναι απολύτως φυσιολογική εξέλιξη. Τα προβεβλημένα στελέχη της πάλαι ποτέ πλατφόρμας του «ΝΑΙ» έχουν παρεισφρήσει στα επιτελεία τόσο του Ιωάννη Κασουλίδη όσο και του Δημήτρη Χριστόφια με ρόλους πρωταγωνιστικούς και καθοδηγητικούς. Παράλληλα, οι υγιείς αγωνιστικές φωνές στον ΔΗΣΥ και στο ΑΚΕΛ παραμένουν περιθωριοποιημένες και επιλέγουν τη σιωπή της αξιοπρέπειας.
Παράδειγμα της ταύτισης απόψεων των δύο υποψηφίων Προέδρων είναι πρόσφατες συνεντεύξεις τους
[3] όπου σε ερώτηση σχετικά με τους χειρισμούς που θα κάνουν στο εθνικό μας θέμα μετά από ενδεχόμενη εκλογή τους, προτάσσουν και οι δύο το διακαή τους πόθο για συνάντηση με τον κατοχικό ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Ο μεν Κασουλίδης αναφέρει: «Την επόμενη μέρα της δικής μου εκλογής θα πάω πρώτα να συναντηθώ με τον Ταλάτ, πριν αναλάβω την προεδρία του κράτους, σαν εκλελεγμένος Πρόεδρος». Ο δε Χριστόφιας επαναλαμβάνει και επαυξάνει: «Εγώ δεν έχω πρόβλημα να συναντηθώ με τον Ταλάτ. Αν θέλετε, ως εκλεγμένος Πρόεδρος δεν αποκλείω συνάντηση ακόμη και χωρίς ημερήσια διάταξη». Δηλαδή και οι δύο μετατρέπουν σε θέση τη ψευδαίσθηση ότι το Κυπριακό υπάρχει ως πρόβλημα λόγω της επιμονής του Τάσσου Παπαδόπουλου για καλή προετοιμασία των συνομιλιών μέσω της εφαρμογής της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Και σε αντιδιαστολή προτείνουν άνευ όρων συνομιλίες, χωρίς προετοιμασία και χωρίς καθορισμένο περιεχόμενο. Είναι παγκοίνως αντιληπτό ότι εάν η λύση, η όποια λύση, είναι αυτοσκοπός, δεν θα πάρει περισσότερο από μια σύντομη συνάντηση η συνομολόγησή της. Η τουρκική πλευρά σε ένα διάλογο χωρίς σωστή προετοιμασία θα επαναφέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το περιεχόμενο του Σχεδίου Ανάν. Μήπως ο κ. Κασουλίδης αν είναι Πρόεδρος θα το δεχτεί ως έχει και ο κ. Χριστόφιας θα ζητήσει κάποιες μικρές αλλαγές, όπως έπρατταν το 2004;
Είναι σαφές ότι οι προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Φεβρουαρίου δεν φέρνουν αντιμέτωπους υποψηφίους ως πρόσωπα, αλλά φιλοσοφίες χειρισμού της εθνικής μας υπόθεσης. Οι επιλογές δεν είναι τρείς αλλά μόνο δύο: από τη μια η σθεναρή διεκδίκηση μίας καλύτερης λύσης και από την άλλη το έλλειμμα αγωνιστικότητας και αντιστάσεων. Το ΔΗΚΟ ήταν πάντα συνεπές στην επιλογή της πρώτης και ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι ο υποψήφιος που ικανοποιεί τις ανησυχίες του κυπριακού Λαού.



Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η έγκριση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2008 είναι η φυσική εξέλιξη μιας δύσκολης πορείας εξυγίανσης της οικονομίας της χώρας μας, ανόρθωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της και διεύρυνσης της κοινωνικής συνοχής. Η Κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου πέτυχε την Αλλαγή αφού κατάφερε να δώσει προοπτική ελπίδας και αισιοδοξίας για τους πολίτες της Κύπρου που μπορούν να αισθάνονται πλέον ασφάλεια και σιγουριά για την οικοδόμηση του προσωπικού τους μέλλοντος. Η Κύπρος δεν γυρίζει πίσω στην εποχή των ελλειμμάτων, της έλλειψης σχεδιασμού και της αβεβαιότητας. Η Κύπρος δεν γυρίζει πίσω στην περίοδο της αδιαφορίας και της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των λίγων. Η Κύπρος οδεύει προς τις καλύτερες μέρες που δικαιούται ο Λαός της και σε αυτή την πορεία εμείς θα είμαστε παρόντες, συμπαραστάτες και πρωταγωνιστές.


[1] Εισήγηση της Κεντρικής προς το 20ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ – 24-27/11/2005
[2] Εισήγηση της Κεντρικής προς το 20ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ – 24-27/11/2005
[3] ΣΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 2 Δεκ. 2007

4/12/07

Συνομιλίες άνευ όρων

Δεν θεωρώ ότι η σύμπτωση απόψεων ανάμεσα στις ηγεσίες του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ είναι προϊόν συνομωσίας, προσυνεννόησης ή συμπαιγνίας. Αυτές οι ενέργειες είναι απαραίτητες όταν υφίσταται κάποια σχετική διάσταση απόψεων και υπάρχει ανάγκη για εναρμόνιση και συντονισμό. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο, έχουν επικρατήσει και στα δύο κόμματα εκείνες οι τάσεις που παραδοσιακά διακρίνονταν από την υποχωρητική νοοτροπία του καλού παιδιού, οπότε η παραγωγή θέσεων που χαρακτηρίζονται από παρόμοιες μέχρι όμοιες είναι απολύτως φυσιολογική εξέλιξη. Τα προβεβλημένα στελέχη της πάλαι ποτέ πλατφόρμας του ΝΑΙ έχουν παρεισφρήσει στα επιτελεία τόσο του Ιωάννη Κασουλίδη όσο και του Δημήτρη Χριστόφια με ρόλους πρωταγωνιστικούς και καθοδηγητικούς. Παράλληλα, οι υγιείς αγωνιστικές φωνές στον ΔΗΣΥ και στο ΑΚΕΛ παραμένουν περιθωριοποιημένες και επιλέγουν, για λόγους πολιτικής αυτοσυντήρησης, είτε το χειροκρότημα του κλακαδόρου είτε τη σιωπή της αξιοπρέπειας.
Πρόσφατο παράδειγμα της ταύτισης απόψεων των δύο υποψηφίων Προέδρων είναι οι παράλληλες συνεντεύξεις τους που δημοσιεύθηκαν στη ΣΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής στις 2 Δεκ. 2007. Σε ερώτηση σχετικά με τους χειρισμούς που θα κάνουν στο εθνικό μας θέμα μετά από ενδεχόμενη εκλογή τους, απαντούν και οι δύο εθελοντικά για το διακαή τους πόθο για συνάντηση με τον κατοχικό ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Ο μεν Κασουλίδης αναφέρει: «Την επόμενη μέρα της δικής μου εκλογής θα πάω πρώτα να συναντηθώ με τον Ταλάτ, πριν αναλάβω την προεδρία του κράτους, σαν εκλελεγμένος Πρόεδρος». Ο δε Χριστόφιας επαναλαμβάνει και επαυξάνει: «Εγώ δεν έχω πρόβλημα να συναντηθώ με τον Ταλάτ. Αν θέλετε, ως εκλεγμένος Πρόεδρος δεν αποκλείω συνάντηση ακόμη και χωρίς ημερήσια διάταξη». Δηλαδή και οι δύο μετατρέπουν σε θέση τη ψευδαίσθηση ότι το Κυπριακό υπάρχει ως πρόβλημα λόγω της επιμονής του Τάσσου Παπαδόπουλου για καλή προετοιμασία των συνομιλιών μέσω της εφαρμογής της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Και σε αντιδιαστολή προτείνουν άνευ όρων συνομιλίες, χωρίς προετοιμασία και χωρίς καθορισμένο περιεχόμενο.
Είναι σαφές ότι οι προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Φεβρουαρίου δεν θα φέρουν αντιμέτωπους υποψηφίους ως πρόσωπα, αλλά φιλοσοφίες χειρισμού της εθνικής μας υπόθεσης. Οι επιλογές δεν είναι τρείς αλλά μόνο δύο: η σθεναρή διεκδίκηση μίας καλύτερης λύσης και το έλλειμμα αγωνιστικότητας και αντιστάσεων. Το ΔΗΚΟ ήταν πάντα συνεπές στην επιλογή της πρώτης και ο Τάσσος Παπαδόπουλος είναι ο υποψήφιος που ικανοποιεί τις ανησυχίες του κυπριακού λαού. Οι ανθυποψήφιοί του ωστόσο, περιορίζονται στην προσπάθεια ικανοποίησης των ψηφοφόρων του κ. Κώστα Θεμιστοκλέους, προσδοκώντας σε ερείσματα για το δεύτερο γύρο των εκλογών, εξ’ ου και η ανάλογη πλειοδοσία σε άνευ όρων υποχωρητικότητα και ψευδεπίγραφο ρεαλισμό…