Μερίδα ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης παρουσίασε το θέμα που προέκυψε μετά από το δημοσίευμα της Εφημερίδας ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ της Κυριακής 12 Απριλίου 2009, με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα σε σχέση με τη δική μου τοποθέτηση. Συγκεκριμένα, σημειώνω ότι δεν αντιλαμβάνομαι πώς προέκυψε η είδηση της συνταύτισής μου με απόψεις που εκφράστηκαν υπέρ της αποχώρησης του ΔΗΚΟ από την Κυβέρνηση, αφού:
· Η επιστολή που απέστειλα στον Πρόεδρο και στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Κόμματος στις 26 Μαρτίου 2009, ήταν ανταπόκριση στο κάλεσμα του Προέδρου του ΔΗΚΟ στις 16 Μαρτίου 2009, για γραπτή κατάθεση θέσεων και εισηγήσεων από τα μέλη της ηγεσίας του Κόμματος σχετικά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό.
· Η επιστολή μου αναφέρεται αποκλειστικά στην ελλειμματική ενημέρωση που θεωρώ ότι λαμβάνει η Γραμματεία, το Εκτελεστικό Γραφείο και η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος από τους εκπροσώπους μας στο Εθνικό Συμβούλιο, που περιορίζει την έκφραση ενημερωμένων τοποθετήσεων από τα στελέχη του Κόμματος.
· Στην επιστολή μου δεν γίνεται καμία αναφορά στις σχέσεις του ΔΗΚΟ με την Κυβέρνηση και δεν γίνεται καμία νύξη για αποχώρηση από την Κυβέρνηση.
· Η δήλωσή μου της Κυριακής 12 Απριλίου 2009 που μεταδόθηκε από το ΚΥΠΕ, καταδεικνύει με σαφήνεια ότι διαφωνώ με οποιαδήποτε προσέγγιση της συμμετοχής του ΔΗΚΟ στην Κυβέρνηση μέσα από εκλογικά αντί αμιγώς πολιτικά κριτήρια, όπως προτάθηκε από κάποια στελέχη του Κόμματος.
Μέσα από τα ανωτέρω, είναι προφανείς οι λόγοι που προξενούν ειλικρινή απορία για την επανειλημμένη μετάδοση, από μερίδα ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της αβάσιμης είδησης που με τοποθετεί ως μέρος προσπάθειας για μεταστροφή του ΔΗΚΟ από τις έως τώρα αποφάσεις των συλλογικών του οργάνων. Θεωρώ ότι το θέμα της συμμετοχής του ΔΗΚΟ στην Κυβέρνηση πρέπει να συζητηθεί άμεσα στην Κεντρική Επιτροπή ούτως ώστε να ληφθεί σαφής απόφαση και να πάψει η εσωστρέφεια. Η δημόσια συζήτηση εκτός των κομματικών οργάνων μόνο κακό κάνει στο ΔΗΚΟ και εξυπηρετεί μόνο όσους θέλουν να περιορίσουν το ρόλο του στα πολιτικά πράγματα του τοπου. Ο πολιτικός ρόλος του ΔΗΚΟ, ιδιαίτερα στα πλαίσια του εθνικού θέματος, είναι αντίστοιχος της καταγεγραμμένης εκλογικής δύναμής του και αυτό που προέχει σήμερα είναι η συστράτευση όλων, μέσα σε πνεύμα συλλογικότητας και ομοψυχίας, για την επιτυχημένη πορεία του ΔΗΚΟ προς τις Ευρωεκλογές.
14/4/09
Τα κριτήρια για τη συμμετοχή του ΔΗΚΟ στην Κυβέρνηση δεν είναι εκλογικά αλλά πολιτικά
ΚΥΠΕ - ΠΑΦΟΣ-Κύπρος 12/4/2009
Τα κριτήρια για τη συμμετοχή του ΔΗΚΟ στην Κυβέρνηση δεν είναι εκλογικά αλλά πολιτικά, δήλωσε σήμερα από την Πάφο ο Κεντρικός Οργανωτικός Γραμματέας του κόμματος Φύτος Κωνσταντίνου, απαντώντας σε ερώτηση γιατί το κόμμα δεν αποχωρεί από την Κυβέρνηση.Το ΔΗΚΟ, συνέχισε, συμμετέχει στην Κυβέρνηση για να ασκεί ουσιαστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα και να ασκεί έλεγχο στην Κυβέρνηση.Αν αυτός ο ρόλος του ΔΗΚΟ εξασθενήσει, είτε εξουδετερωθεί, τότε τα συλλογικά όργανα του κόμματος θα πάρουν τις δέουσες αποφάσεις, πρόσθεσε.Σε άλλη ερώτηση γιατί δεν αποχωρεί από την Κυβέρνηση το ΔΗΚΟ αφού, σύμφωνα με την ερώτηση, πολλά ηγετικά στελέχη διαφωνούν έντονα με τον τρόπο που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χειρίζεται το Κυπριακό, ο κ. Κωνσταντίνου είπε ότι οι αξιωματούχοι του κόμματος έχουν θέσει γραπτώς τις απόψεις και εισηγήσεις τους στη Γραμματεία του κόμματος, η οποία θα συζητήσει και θα ασχοληθεί με όλα τα θέματα που εμπεριέχονται στις επιστολές και θα παρθούν οι δέουσες αποφάσεις.«Θα συζητηθεί το όλο θέμα που αφορά το Κυπριακό αλλά και άλλα θέματα που αφορούν την εσωτερική διακυβέρνηση κλπ και θα γίνουν προτάσεις στα συλλογικά όργανα του κόμματος για να παρθούν τελεσίδικες αποφάσεις,» είπε.Το ζητούμενο, κατέληξε, δεν είναι αν θα μείνει ή θα φύγει το ΔΗΚΟ από την Κυβέρνηση.«Μπορεί να υπάρχουν κάποιες σκέψεις, αλλά αυτές οι σκέψεις και επιχειρήματα θα πρέπει να κατατεθούν και να συζητηθούν, να εξαντληθεί ένας διάλογος στη Γραμματεία για να παρθούν οι αποφάσεις», είπε.
Τα κριτήρια για τη συμμετοχή του ΔΗΚΟ στην Κυβέρνηση δεν είναι εκλογικά αλλά πολιτικά, δήλωσε σήμερα από την Πάφο ο Κεντρικός Οργανωτικός Γραμματέας του κόμματος Φύτος Κωνσταντίνου, απαντώντας σε ερώτηση γιατί το κόμμα δεν αποχωρεί από την Κυβέρνηση.Το ΔΗΚΟ, συνέχισε, συμμετέχει στην Κυβέρνηση για να ασκεί ουσιαστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα και να ασκεί έλεγχο στην Κυβέρνηση.Αν αυτός ο ρόλος του ΔΗΚΟ εξασθενήσει, είτε εξουδετερωθεί, τότε τα συλλογικά όργανα του κόμματος θα πάρουν τις δέουσες αποφάσεις, πρόσθεσε.Σε άλλη ερώτηση γιατί δεν αποχωρεί από την Κυβέρνηση το ΔΗΚΟ αφού, σύμφωνα με την ερώτηση, πολλά ηγετικά στελέχη διαφωνούν έντονα με τον τρόπο που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας χειρίζεται το Κυπριακό, ο κ. Κωνσταντίνου είπε ότι οι αξιωματούχοι του κόμματος έχουν θέσει γραπτώς τις απόψεις και εισηγήσεις τους στη Γραμματεία του κόμματος, η οποία θα συζητήσει και θα ασχοληθεί με όλα τα θέματα που εμπεριέχονται στις επιστολές και θα παρθούν οι δέουσες αποφάσεις.«Θα συζητηθεί το όλο θέμα που αφορά το Κυπριακό αλλά και άλλα θέματα που αφορούν την εσωτερική διακυβέρνηση κλπ και θα γίνουν προτάσεις στα συλλογικά όργανα του κόμματος για να παρθούν τελεσίδικες αποφάσεις,» είπε.Το ζητούμενο, κατέληξε, δεν είναι αν θα μείνει ή θα φύγει το ΔΗΚΟ από την Κυβέρνηση.«Μπορεί να υπάρχουν κάποιες σκέψεις, αλλά αυτές οι σκέψεις και επιχειρήματα θα πρέπει να κατατεθούν και να συζητηθούν, να εξαντληθεί ένας διάλογος στη Γραμματεία για να παρθούν οι αποφάσεις», είπε.
Ετικέτες
ΔΗΚΟ,
Συμμετοχή στην Κυβέρνηση Χριστόφια
10/4/09
Η Κύπρος ως εταίρος ασφάλειας
Η πλήρης ενεργοποίηση του γεωστρατηγικού ρόλου της Κύπρου περνά μέσα από την ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, λειτουργεί υπό τους όρους της ‘ήπιας ισχύος’ που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά θετικά στην αντιμετώπιση και στην επίλυση ευαίσθητων διεθνών ζητημάτων. Η κοινή πολιτική μπορεί να λαμβάνει σειρά μορφών που να εκτείνεται από τους γενικούς προσανατολισμούς και τις κοινές στρατηγικές, μέχρι τις κοινές θέσεις και τις κοινές δράσεις. Ήδη, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεισφέρει στους Τακτικούς Σχηματισμούς Μάχης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεργασία με άλλες χώρες. Ωστόσο, η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στον πυλώνα πολιτικών άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποσπασματική και ελλιπής, λόγω της μη συμμετοχής στο ΝΑΤΟ ή στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Πρακτικά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα της συμμετοχής σε διαδικασίες όπου υπάρχει συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το ΝΑΤΟ και καθίσταται το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ελλειμματική συμμετοχή, αφού τα υπόλοιπα είκοσι-έξι κράτη είναι είτε μέλη του ΝΑΤΟ, είτε μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη.
Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι ένα πρόγραμμα πρακτικής αμφίπλευρης και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ του κάθε Εταίρου και του ΝΑΤΟ, που επιτρέπει στις συνδεδεμένες χώρες να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερη και εξειδικευμένη σχέση με το ΝΑΤΟ, επιλέγοντας τις δικές τους προτεραιότητες συνεργασίας και καθορίζοντας αναλόγως το επίπεδο, τη στενότητα και τις μορφές της συνεργασίας. Σκοπός του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι η ενίσχυση της σταθερότητας, η εξάλειψη των απειλών για την ειρήνη και η οικοδόμηση ενισχυμένων σχέσεων ασφάλειας μεταξύ της κάθε συνδεδεμένης χώρας και του ΝΑΤΟ, καθώς και μεταξύ των συνδεδεμένων χωρών. Επιπλέον, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη στοχεύει στη διαφάνεια του στρατιωτικού σχεδιασμού και των προϋπολογισμών εξοπλισμού, στη διατήρηση του δημοκρατικού και πολιτικού ελέγχου του στρατού, στην παροχή της δυνατότητας συνεργασίας και συγχρονισμού μέσω κοινών ασκήσεων και στην ετοιμότητα των συνδεδεμένων μερών για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις.
Το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρεί ότι εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί την αναβάθμιση της εθνικής ασφάλειας και την ενίσχυση της περιφερειακής και διεθνούς σταθερότητας, έχει καθήκον να αναλάβει πρωτοβουλίες που συνδράμουν στη διεθνή συνεργασία για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει αναδεικνυόμενη σε κρίσιμο παράγοντα διαμόρφωσης περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας, σε κομβικό σταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής και κυρίως σε ζωτικό σύνδεσμο της Ευρώπης με την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση με την άμεση υποβολή αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ώστε να καταστήσει πλήρη και ολοκληρωμένη τη συμμετοχή της ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διευρύνει το ρόλο της ως παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας και ώστε να ενισχύσει τη γεωπολιτική δυνατότητα της Κύπρου με την προοπτική της ενεργούς πολιτικής αξιοποίησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, λειτουργεί υπό τους όρους της ‘ήπιας ισχύος’ που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά θετικά στην αντιμετώπιση και στην επίλυση ευαίσθητων διεθνών ζητημάτων. Η κοινή πολιτική μπορεί να λαμβάνει σειρά μορφών που να εκτείνεται από τους γενικούς προσανατολισμούς και τις κοινές στρατηγικές, μέχρι τις κοινές θέσεις και τις κοινές δράσεις. Ήδη, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεισφέρει στους Τακτικούς Σχηματισμούς Μάχης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεργασία με άλλες χώρες. Ωστόσο, η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στον πυλώνα πολιτικών άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποσπασματική και ελλιπής, λόγω της μη συμμετοχής στο ΝΑΤΟ ή στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Πρακτικά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα της συμμετοχής σε διαδικασίες όπου υπάρχει συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το ΝΑΤΟ και καθίσταται το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ελλειμματική συμμετοχή, αφού τα υπόλοιπα είκοσι-έξι κράτη είναι είτε μέλη του ΝΑΤΟ, είτε μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη.
Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι ένα πρόγραμμα πρακτικής αμφίπλευρης και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ του κάθε Εταίρου και του ΝΑΤΟ, που επιτρέπει στις συνδεδεμένες χώρες να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερη και εξειδικευμένη σχέση με το ΝΑΤΟ, επιλέγοντας τις δικές τους προτεραιότητες συνεργασίας και καθορίζοντας αναλόγως το επίπεδο, τη στενότητα και τις μορφές της συνεργασίας. Σκοπός του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι η ενίσχυση της σταθερότητας, η εξάλειψη των απειλών για την ειρήνη και η οικοδόμηση ενισχυμένων σχέσεων ασφάλειας μεταξύ της κάθε συνδεδεμένης χώρας και του ΝΑΤΟ, καθώς και μεταξύ των συνδεδεμένων χωρών. Επιπλέον, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη στοχεύει στη διαφάνεια του στρατιωτικού σχεδιασμού και των προϋπολογισμών εξοπλισμού, στη διατήρηση του δημοκρατικού και πολιτικού ελέγχου του στρατού, στην παροχή της δυνατότητας συνεργασίας και συγχρονισμού μέσω κοινών ασκήσεων και στην ετοιμότητα των συνδεδεμένων μερών για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις.
Το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρεί ότι εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί την αναβάθμιση της εθνικής ασφάλειας και την ενίσχυση της περιφερειακής και διεθνούς σταθερότητας, έχει καθήκον να αναλάβει πρωτοβουλίες που συνδράμουν στη διεθνή συνεργασία για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει αναδεικνυόμενη σε κρίσιμο παράγοντα διαμόρφωσης περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας, σε κομβικό σταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής και κυρίως σε ζωτικό σύνδεσμο της Ευρώπης με την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση με την άμεση υποβολή αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ώστε να καταστήσει πλήρη και ολοκληρωμένη τη συμμετοχή της ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διευρύνει το ρόλο της ως παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας και ώστε να ενισχύσει τη γεωπολιτική δυνατότητα της Κύπρου με την προοπτική της ενεργούς πολιτικής αξιοποίησης.
Ετικέτες
Ευρωπαϊκή Ένωση,
Συνεταιρισμός για την Ειρήνη
2/4/09
Ομιλία στη Βουλή των Αντιπροσώπων: H ανάγκη υποβολής αίτησης της Κύπρου για ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, λειτουργεί υπό τους όρους της ‘ήπιας ισχύος’ που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά θετικά στην αντιμετώπιση και στην επίλυση ευαίσθητων διεθνών ζητημάτων. Η κοινή πολιτική μπορεί να λαμβάνει σειρά μορφών που να εκτείνεται από τους γενικούς προσανατολισμούς και τις κοινές στρατηγικές, μέχρι τις κοινές θέσεις και τις κοινές δράσεις. Ήδη, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεισφέρει στους Τακτικούς Σχηματισμούς Μάχης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεργασία με άλλες χώρες. Έχει συμμετάσχει σε σειρά αποστολών όπως στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στο Σουδάν, στη FYROM, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στη Μολδαβία-Ουκρανία, ενώ επιπρόσθετα, συμμετέχει στο επιχειρησιακό στρατηγείο της αποστολής στο Τσαντ. Ωστόσο, η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στον πυλώνα πολιτικών άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποσπασματική και ελλιπής, λόγω της μη συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ ή στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Πρακτικά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα της συμμετοχής σε διαδικασίες όπου υπάρχει συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το ΝΑΤΟ και καθίσταται το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ελλειμματική συμμετοχή, αφού τα υπόλοιπα είκοσι-έξι κράτη είναι είτε μέλη του ΝΑΤΟ, είτε μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1989 και κυρίως μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το Δεκέμβρη του 1991, δημιούργησε νέα πολιτικά δεδομένα. Οι σημαντικές αλλαγές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δημιούργησαν νέες προκλήσεις που από το 1989 έθεσαν σε λειτουργία πολιτικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν αφενός στην επανατοποθέτηση των ζητημάτων ευρωπαϊκής και ατλαντικής ασφάλειας σε μια νέα θετική βάση και αφετέρου στην αποκατάσταση των σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των χωρών της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης. Ιδιαίτερα όμως, παρουσιάστηκε η ανάγκη ανταπόκρισης στην πρόκληση των νέων αβεβαιοτήτων και ενδεχομένων αστάθειας, που δρομολογήθηκε μέσα από την υποστήριξη προς τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης για την εδραίωση της ανεξαρτησίας τους, την εμπέδωση της δημοκρατίας και την ενεργό διεθνή συμμετοχή τους. Η νέα σχέση συνεργασίας ξεκίνησε να οικοδομείται κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 1990, όπου προτάθηκε μια νέα μορφή συνεργασίας σε όλα τα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και οδήγησε στην ίδρυση του Βόρειο-Ατλαντικού Συμβουλίου Συνεργασίας (NACC). Σημειολογικά, έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι κατά τη διάρκεια της συνόδου για την ίδρυση του Συμβουλίου και ενώ γίνονταν οι διεργασίες για την έκδοση του τελικού ανακοινωθέντος, ο Σοβιετικός πρεσβευτής ανακοίνωσε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τον περιορισμό του ρόλου του ως εκπροσώπου μόνο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Μέσα από αυτό το περιβάλλον, υιοθετήθηκε μία νέα αντίληψη για την ασφάλεια ως απότοκο της ανάγκης για μείωση του κινδύνου σύγκρουσης από παρανόηση και του καλού σχεδιασμού διαχείρισης κρίσεων. Για την προσέγγιση αυτής της μορφής ασφάλειας, ήταν απαραίτητη η αποστασιοποίηση από την αποκλειστικότητα της αμυντικής διάστασης, και η στροφή προς το διάλογο και τη συνεργασία σε οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά ζητήματα, για την αύξηση της αμοιβαίας κατανόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών. Το Βόρειο-Ατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας ανταποκρίθηκε σε αυτούς τους στόχους στο άμεσα μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον, όμως για την περαιτέρω προώθηση της πραγματικής σύμπραξης στην αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων ασφάλειας, ήταν απαραίτητο να δημιουργηθούν δομές πρακτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών και του ΝΑΤΟ, προσαρμοσμένες στις πραγματικές τους ανάγκες και σε ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος. Μέσα από αυτή τη φιλοσοφία και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων δημιουργήθηκε το 1994 ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (PfP), ενώ το Βόρειο-Ατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας αντικαταστάθηκε το 1997 από το Ευρώ-Ατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας (EAPC).
Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι ένα πρόγραμμα πρακτικής αμφίπλευρης και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ του κάθε Εταίρου και του ΝΑΤΟ, που επιτρέπει στις συνδεδεμένες χώρες να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερη και εξειδικευμένη σχέση με το ΝΑΤΟ, επιλέγοντας τις δικές τους προτεραιότητες συνεργασίας και καθορίζοντας αναλόγως το επίπεδο, τη στενότητα και τις μορφές της συνεργασίας. Σκοπός του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι η ενίσχυση της σταθερότητας, η εξάλειψη των απειλών για την ειρήνη και η οικοδόμηση ενισχυμένων σχέσεων ασφάλειας μεταξύ της κάθε συνδεδεμένης χώρας και του ΝΑΤΟ, καθώς και μεταξύ των συνδεδεμένων χωρών. Επιπλέον, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη στοχεύει στη διαφάνεια του στρατιωτικού σχεδιασμού και των προϋπολογισμών εξοπλισμού, στη διατήρηση του δημοκρατικού και πολιτικού ελέγχου του στρατού, στην παροχή της δυνατότητας συνεργασίας και συγχρονισμού μέσω κοινών ασκήσεων και στην ετοιμότητα των συνδεδεμένων μερών για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις. Μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι, μεταξύ άλλων, κράτη όπως η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία, παραδοσιακά ουδέτερα κράτη όπως η Ελβετία, πρώην σοβιετικά κράτη όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία, αλλά και η Ρωσία. Ιδιαίτερα η σχέση της Ρωσίας με το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη και το ΝΑΤΟ είναι υψηλής σημασίας, αφού πρόκειται για κράτος με ιστορικά αυξημένο στρατηγικό ρόλο. Από το 1997, η Ρωσία έχει ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ που επισημοποιείται με την υπογραφή της Ιδρυτικής Πράξης πάνω στις «Αμοιβαίες Σχέσεις Συνεργασίας και Ασφάλειας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας». Στην πορεία, οι σχέσεις της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με τη δημιουργία, το 2002, του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Είναι σαφές ότι η Ρωσία επιδιώκει τη συνεργασία και το συντονισμό με το ΝΑΤΟ, αφού εξάλλου κάτι διαφορετικό θα ήταν άσοφο για ένα σοβαρό κράτος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρεί ότι εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί την αναβάθμιση της εθνικής ασφάλειας και την ενίσχυση της περιφερειακής και διεθνούς σταθερότητας, έχει καθήκον να αναλάβει πρωτοβουλίες που συνδράμουν στη διεθνή συνεργασία για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει αναδεικνυόμενη σε κρίσιμο παράγοντα διαμόρφωσης περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας, σε κομβικό σταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής και κυρίως σε ζωτικό σύνδεσμο της Ευρώπης με την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση με την άμεση υποβολή αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ώστε να καταστήσει πλήρη και ολοκληρωμένη τη συμμετοχή της ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διευρύνει το ρόλο της ως παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας και ώστε να ενισχύσει τη γεωπολιτική δυνατότητα της Κύπρου με την προοπτική της ενεργούς πολιτικής αξιοποίησης.
Στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης για την ανάγκη υποβολής αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, οι διαφωνούντες προβάλλουν κάποια επιχειρήματα. Παρά το ότι σεβόμαστε αυτή την επιχειρηματολογία, δηλώνουμε ότι διαφωνούμε με τη βάση και το περιεχόμενό της. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής κεντρικά επιχειρήματα/ερωτήματα:
1. «Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι ‘παρακλάδι’ του ΝΑΤΟ, έτσι πρέπει να μείνουμε μακριά του.»
Ως γνωστόν, και όπως προαναφέρθηκε, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι πρόγραμμα του ΝΑΤΟ που αφορά τη σχέση του ΝΑΤΟ με χώρες που δεν είναι μέλη του. Ένας διεθνής οργανισμός έχει υποχρέωση να έχει θετικές σχέσεις με τους παράγοντες του διεθνούς χώρου, δηλαδή με τα κράτη. Ιδιαίτερα όταν οι διαχωρισμοί που επέβαλε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου έχουν εκλείψει, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην διαχωρίζεται πλέον σε εχθρούς και φίλους, είναι απαραίτητο για το ΝΑΤΟ να λειτουργήσει ως ανοικτός οργανισμός, αίροντας αυτή την κατηγοριοποίηση. Έτσι, μέσα από το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη τα κράτη που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ μπορούν να έχουν, μέσα από δομημένες διαδικασίες, τη σχέση που οι λαοί τους κρίνουν ότι πρέπει να έχουν με το ΝΑΤΟ. Βεβαίως, εάν η θέση που εκφράζεται από κάποιους είναι ότι η Κύπρος δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με το ΝΑΤΟ, μάλλον ως κατ’ ευχήν σκέψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Είτε αποφασίσουμε να αγνοήσουμε το ΝΑΤΟ, είτε όχι, το ΝΑΤΟ θα υπάρχει ούτως ή άλλως. Εάν όμως αυτοπεριορίζουμε τη διεθνή δραστηριότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρασυρόμενοι από ιδεολογικές εμμονές που παραμένουν προσκολλημένες σε δεδομένα που έχουν εκλείψει πριν από δύο δεκαετίες, τότε μπορεί να είμαστε ιδεολογικά συνεπείς, αλλά ταυτόχρονα είμαστε εθνικά ασυνεπείς. Επειδή, όταν η ιδεολογική θέση αρχής ξεπερνά σε σπουδαιότητα τη θέση του συμφέροντος της πολιτείας, βρίσκεται σε διάσταση με το συμφέρον των πολιτών, που δεν ορίζεται από τη συνέπεια σε ιδεολογικά απολιθώματα, αλλά από την ετοιμότητα της ανταπόκρισης σε πραγματικές ανάγκες.
2. «Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι προθάλαμος του ΝΑΤΟ».
Μέχρι σήμερα, δέκα εταιρικά κράτη έγιναν πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ, δώδεκα μαζί με την Αλβανία και την Κροατία που έγιναν μόλις χθες μέλη, ένα εταιρικό κράτος είναι υποψήφιο για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη της σχέσης του κάθε κράτους με το ΝΑΤΟ είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά το ίδιο το κράτος και απολύτως κανέναν άλλο. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία δεν επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ δεν θα υποβάλει σχετική αίτηση, ενώ εάν επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, θα υποβάλει. Ταυτόχρονα, εάν η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να προηγηθεί η ένταξή της στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη εκφράζει ακριβώς αυτό: τη βούληση των κρατών που συνειδητά επιθυμούν να έχουν εταιρική σχέση με το ΝΑΤΟ, χωρίς να είναι μέλη του. Το ΔΗΚΟ δεν τοποθετείται υπέρ της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αλλά υποστηρίζει την ανάπτυξη μίας λειτουργικής σχέσης με το ΝΑΤΟ, στα μέτρα και στις ανάγκες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ούτε την πολυτέλεια, ούτε την επιλογή της αποχής από το διεθνές περιβάλλον συνεργασίας για την ασφάλεια. Το διεθνές περιβάλλον υφίσταται με ή χωρίς την Κυπριακή Δημοκρατία και εάν εμείς έχουμε τη ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να υπάρξουμε ξέχωρα από τις διεθνείς δομές συνεργασίας, τότε αδικούμε κατάφορα την Κυπριακή Δημοκρατία.
3. «Η Κύπρος, ως μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, θα είναι υποχρεωμένη να συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ;»
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει με οποιοδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε επιχείρηση με την οποία τα συντεταγμένα όργανα του κράτους δεν συμφωνούν. Π.χ., το 1996 δεν ήταν συμβατική υποχρέωση των εταιρικών κρατών να συμμετάσχουν με στρατιωτικά τμήματα στη Δύναμη Εφαρμογής της ειρηνευτικής συμφωνίας για τη Βοσνία, το 1999 δεν ήταν υποχρεωτικό για τα εταιρικά κράτη να συμμετάσχουν στη δύναμη του Κοσσυφοπεδίου και το 2003 δεν ήταν υποχρεωτικό για τα εταιρικά κράτη να συμμετάσχουν στη Διεθνή Δύναμη Βοήθειας για Ασφάλεια στο Αφγανιστάν, κ.ο.κ.. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, κρίνει ότι σε ανάλογες περιπτώσεις χρειάζεται να συμμετάσχει, τότε θα συμμετάσχει, όπως έπραξε ήδη για το Κονγκό, για το Σουδάν, για τη FYROM, για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και για τη Μολδαβία-Ουκρανία.
4. «Μέσα από το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, η Τουρκία θα γνωρίζει τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της Κύπρου;»
Είναι γεγονός ότι μεταξύ των στόχων του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι η διαφάνεια στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Όμως αυτό δεν μας επηρεάζει με οποιοδήποτε αρνητικό τρόπο, αφού μέσα στους στόχους της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Εθνικής Φρουράς δεν είναι η πρόκληση έκπληξης στην Τουρκία μέσα από τη διενέργεια αστραπιαίας στρατιωτικής επιχείρησης. Πέρα από την εκατέρωθεν ισχύ της διαφάνειας, πέρα από το ότι αποτελεί μάλλον ψευδαίσθηση η εντύπωση της μυστικότητας των εξοπλισμών της Εθνικής Φρουράς και πέρα από το ότι κάποια πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα της Κύπρου ανακοινώθηκαν δημόσια από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, η εθνική μας υπόθεση δεν είναι στρατιωτικό, αλλά πολιτικό πρόβλημα. Η Εθνική Φρουρά δεν είναι αντάρτικο τμήμα αλλά ο στρατός ενός υπεύθυνου κράτους, και η διαφάνεια στους εξοπλισμούς της δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί απευκταία διαδικασία. Εφόσον η διεθνής πρακτική έχει να κάνει με τη διαφάνεια και εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είναι σοβαρό κράτος, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με επιφύλαξη την αποκάλυψη των στρατιωτικών της δυνάμεων, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον συμπεριφορά και στάση τριτοκοσμικού και αποτυχημένου κράτους. Εξάλλου, εδώ και πολλά χρόνια, η συμμετοχή της Κύπρου στον ΟΑΣΕ έχει να κάνει και με τα θέματα διαφάνειας σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, κάτι που ουδέποτε αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τις Κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.
5. «Η Τουρκία, ούτως ή άλλως, θα ασκήσει βέτο κατά της αίτησης ένταξης της Κύπρου, έτσι δεν χρειάζεται η υποβολή αίτησης ένταξης».
Η δυνατότητα πρόταξης του δικαιώματος της αρνησικυρίας που διαθέτει η Τουρκία ως κράτος μέλος του ΝΑΤΟ έναντι της αίτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη δεν είναι μία παράμετρος που μπορεί να αυτοπεριορίσει την Κυπριακή Δημοκρατία από την εξάσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, ιδιαίτερα σε θέματα άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας να υποβάλει αίτηση ένταξης, θα το πράξει και θα λειτουργήσει έτσι ώστε η αίτησή της να γίνει αποδεκτή. Εάν η Τουρκία κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της η παρεμπόδιση της ένταξης της Κύπρου, θα το πράξει. Όμως, δεν μπορεί η εφαρμογή της τουρκικής πολιτικής να λειτουργεί αποτρεπτικά προς την εφαρμογή της δικής μας πολιτικής. Επιπλέον, δεν ευσταθεί η εντύπωση της εξίσωσης του ενδεχόμενου τουρκικού βέτο με το ενδεχόμενο κυπριακό βέτο για την πρόοδο της ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κάθε τοποθέτηση στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, γίνεται με βάση συγκεκριμένο πολιτικό αιτιολογικό. Έτσι, η Κύπρος θα έχει τη δυνατότητα της άσκησης πραγματικής εξωτερικής πολιτικής και ουσιαστικών διπλωματικών κινήσεων εντός του πλαισίου που θα διαμορφωθεί. Επιπρόσθετα, ανεξαρτήτως της τουρκικής στάσης, η υποβολή αίτησης ένταξης θα συμβάλει εποικοδομητικά στην προσπάθεια επίτευξης λύσης του Κυπριακού Προβλήματος, αφού θα λειτουργήσει ως επιπρόσθετο πολιτικό και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις προσπάθειες του Προέδρου της Δημοκρατίας στα πλαίσια των διαβουλεύσεων.
6. «Πρακτικά δεν θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο εάν είμαστε μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, έτσι δεν χρειάζεται να ενταχθούμε».
Αυτό είναι μάλλον το πιο λογικοφανές επιχείρημα εναντίον της υποβολής αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Κατ’ αρχήν, αντιστρέφω αυτό το επιχείρημα: Τι τραγικό θα συμβεί εάν η Κύπρος είναι μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη; Θα επηρεαστεί αρνητικά η καθημερινότητα του Κύπριου πολίτη; Βεβαίως όχι. Όμως η θέση ότι δεν θα αλλάξει θετικά τίποτα με την ένταξη της Κύπρου, βασίζεται σε μια στατική αντίληψη της διεθνούς και της ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας ενώ, αντίθετα, η πραγματικότητα έχει δυναμικά χαρακτηριστικά που αλληλοεπηρεάζονται όχι μόνο προσθετικά, αλλά και πολλαπλασιαστικά. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Κυπριακή Δημοκρατία μετά από την ανασυγκρότηση που ακολούθησε την τουρκική εισβολή και τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, είναι η ενεργός ανταπόκριση στα καθήκοντα του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μεγάλη πρόκληση για την εξωτερική πολιτική της Κύπρου είναι η πλήρης και ενεργός συμμετοχή στα όργανα και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε ως κράτος να μπορούμε να συμβάλουμε στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και έτσι ώστε οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να είναι παρόντες σε αυτή τη διαδικασία. Οι νέες πολιτικές δυνατότητες της Κύπρου δεν επισυνέβησαν αυτόματα μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης αλλά καλλιεργούνται και επιβεβαιώνονται καθημερινά μέσα από την καλή συμμετοχή μας και μέσα από την καλή συνεργασία μας με τους εταίρους μας. Η καλή συνεργασία δεν περιορίζεται μόνο στην αναζήτηση υποστήριξης για τα δικά μας δίκαια. Αλλά έχει να κάνει με την έκφραση που θέλει τον ένα να μπορεί να «μπει μέσα στα παπούτσια» του άλλου. Ή κατά μία άλλη έκφραση να μπορεί να «μπει κάτω από το δέρμα» του άλλου ώστε να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα προβλήματα και τις ανησυχίες του. Η αποσπασματική συμμετοχή της Κύπρου, την καθιστά μέλος περιορισμένης ευθύνης, με περιορισμένη παρέμβαση και με περιορισμένο περιθώριο επιτυχιών. Επειδή δεν είναι αυτή η συμμετοχή που οραματίστηκαν όσοι πίστεψαν στο ευρωπαϊκό μέλλον της Κύπρου, δεν μπορούμε να δεχθούμε περιορισμένη ευρωπαϊκή συμμετοχή για την Κυπριακή Δημοκρατία. Και εκ των πραγμάτων, η πλήρης συμμετοχή περνά μέσα από την ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Για το Δημοκρατικό Κόμμα, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα όραμα το οποίο υπηρετήσαμε και συνεχίζουμε να υπηρετούμε. Για την ολοκλήρωση αυτού του οράματος χρειάζεται αποδοτική και πλήρης συμμετοχή μας στα όργανα και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΔΗΚΟ δεν βλέπει τη διαρκή αναβάθμιση της συμμετοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε μέσα από μπλε, ούτε μέσα από κόκκινους φακούς. Επειδή στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία τι χρώμα έχουν οι φακοί, αρκεί να μην είναι διαθλαστικοί. Όταν οι φακοί προκαλούν ιδεολογική διάθλαση της πραγματικότητας, δεν υπηρετούν τα οράματα και τους στόχους του κυπριακού λαού, που εμείς ως Κόμμα του Κέντρου είμαστε ταγμένοι να υπηρετούμε. Η ανάγκη υποβολής αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη ήταν διαχρονική θέση του ΔΗΚΟ, που προτάχθηκε τόσο προς τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο, όσο και προς τον Πρόεδρο Χριστόφια. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, σεβάστηκε τις επιφυλάξεις του ΑΚΕΛ και μετέθεσε προς το μέλλον την υποβολή αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Όμως οι ευαισθησίες του ΑΚΕΛ, όσο σεβαστές και εάν είναι, δεν μπορούν να λειτουργούν ανασταλτικά για την όδευση προς την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού μέλλοντος του Κυπριακού λαού. Το αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων μπορεί και πρέπει να εισακουστεί από την Κυβέρνηση, και εφόσον υπάρχουν επιφυλάξεις και ανησυχίες για την εξέλιξη της συμμετοχής της Κύπρου στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, πιστεύουμε ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας θα διαχειριστεί τη συμμετοχή της Κύπρου με τρόπο που να μην επιτρέψει στις ανησυχίες να μετουσιωθούν σε πράξη. Έτσι, το ΔΗΚΟ καλεί την Κυβέρνηση, καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να δρομολογήσει άμεσα τις διαδικασίες για υποβολή αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στα πλαίσια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, λειτουργεί υπό τους όρους της ‘ήπιας ισχύος’ που μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά θετικά στην αντιμετώπιση και στην επίλυση ευαίσθητων διεθνών ζητημάτων. Η κοινή πολιτική μπορεί να λαμβάνει σειρά μορφών που να εκτείνεται από τους γενικούς προσανατολισμούς και τις κοινές στρατηγικές, μέχρι τις κοινές θέσεις και τις κοινές δράσεις. Ήδη, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας, η Κυπριακή Δημοκρατία συνεισφέρει στους Τακτικούς Σχηματισμούς Μάχης της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε συνεργασία με άλλες χώρες. Έχει συμμετάσχει σε σειρά αποστολών όπως στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στο Σουδάν, στη FYROM, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στη Μολδαβία-Ουκρανία, ενώ επιπρόσθετα, συμμετέχει στο επιχειρησιακό στρατηγείο της αποστολής στο Τσαντ. Ωστόσο, η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας στον πυλώνα πολιτικών άμυνας και ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αποσπασματική και ελλιπής, λόγω της μη συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ ή στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Πρακτικά, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει τη δυνατότητα της συμμετοχής σε διαδικασίες όπου υπάρχει συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το ΝΑΤΟ και καθίσταται το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ελλειμματική συμμετοχή, αφού τα υπόλοιπα είκοσι-έξι κράτη είναι είτε μέλη του ΝΑΤΟ, είτε μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη.
Το γεωπολιτικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1989 και κυρίως μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το Δεκέμβρη του 1991, δημιούργησε νέα πολιτικά δεδομένα. Οι σημαντικές αλλαγές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη δημιούργησαν νέες προκλήσεις που από το 1989 έθεσαν σε λειτουργία πολιτικές και στρατιωτικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν αφενός στην επανατοποθέτηση των ζητημάτων ευρωπαϊκής και ατλαντικής ασφάλειας σε μια νέα θετική βάση και αφετέρου στην αποκατάσταση των σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των χωρών της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης. Ιδιαίτερα όμως, παρουσιάστηκε η ανάγκη ανταπόκρισης στην πρόκληση των νέων αβεβαιοτήτων και ενδεχομένων αστάθειας, που δρομολογήθηκε μέσα από την υποστήριξη προς τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης για την εδραίωση της ανεξαρτησίας τους, την εμπέδωση της δημοκρατίας και την ενεργό διεθνή συμμετοχή τους. Η νέα σχέση συνεργασίας ξεκίνησε να οικοδομείται κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 1990, όπου προτάθηκε μια νέα μορφή συνεργασίας σε όλα τα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης και οδήγησε στην ίδρυση του Βόρειο-Ατλαντικού Συμβουλίου Συνεργασίας (NACC). Σημειολογικά, έχει ιδιαίτερη σημασία το ότι κατά τη διάρκεια της συνόδου για την ίδρυση του Συμβουλίου και ενώ γίνονταν οι διεργασίες για την έκδοση του τελικού ανακοινωθέντος, ο Σοβιετικός πρεσβευτής ανακοίνωσε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τον περιορισμό του ρόλου του ως εκπροσώπου μόνο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Μέσα από αυτό το περιβάλλον, υιοθετήθηκε μία νέα αντίληψη για την ασφάλεια ως απότοκο της ανάγκης για μείωση του κινδύνου σύγκρουσης από παρανόηση και του καλού σχεδιασμού διαχείρισης κρίσεων. Για την προσέγγιση αυτής της μορφής ασφάλειας, ήταν απαραίτητη η αποστασιοποίηση από την αποκλειστικότητα της αμυντικής διάστασης, και η στροφή προς το διάλογο και τη συνεργασία σε οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά ζητήματα, για την αύξηση της αμοιβαίας κατανόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών. Το Βόρειο-Ατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας ανταποκρίθηκε σε αυτούς τους στόχους στο άμεσα μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον, όμως για την περαιτέρω προώθηση της πραγματικής σύμπραξης στην αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων ασφάλειας, ήταν απαραίτητο να δημιουργηθούν δομές πρακτικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών και του ΝΑΤΟ, προσαρμοσμένες στις πραγματικές τους ανάγκες και σε ζητήματα ειδικότερου ενδιαφέροντος. Μέσα από αυτή τη φιλοσοφία και την ιεράρχηση προτεραιοτήτων δημιουργήθηκε το 1994 ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη (PfP), ενώ το Βόρειο-Ατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας αντικαταστάθηκε το 1997 από το Ευρώ-Ατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας (EAPC).
Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι ένα πρόγραμμα πρακτικής αμφίπλευρης και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ του κάθε Εταίρου και του ΝΑΤΟ, που επιτρέπει στις συνδεδεμένες χώρες να διαμορφώσουν μια ιδιαίτερη και εξειδικευμένη σχέση με το ΝΑΤΟ, επιλέγοντας τις δικές τους προτεραιότητες συνεργασίας και καθορίζοντας αναλόγως το επίπεδο, τη στενότητα και τις μορφές της συνεργασίας. Σκοπός του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι η ενίσχυση της σταθερότητας, η εξάλειψη των απειλών για την ειρήνη και η οικοδόμηση ενισχυμένων σχέσεων ασφάλειας μεταξύ της κάθε συνδεδεμένης χώρας και του ΝΑΤΟ, καθώς και μεταξύ των συνδεδεμένων χωρών. Επιπλέον, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη στοχεύει στη διαφάνεια του στρατιωτικού σχεδιασμού και των προϋπολογισμών εξοπλισμού, στη διατήρηση του δημοκρατικού και πολιτικού ελέγχου του στρατού, στην παροχή της δυνατότητας συνεργασίας και συγχρονισμού μέσω κοινών ασκήσεων και στην ετοιμότητα των συνδεδεμένων μερών για συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις. Μέλη του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι, μεταξύ άλλων, κράτη όπως η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία, παραδοσιακά ουδέτερα κράτη όπως η Ελβετία, πρώην σοβιετικά κράτη όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία, αλλά και η Ρωσία. Ιδιαίτερα η σχέση της Ρωσίας με το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη και το ΝΑΤΟ είναι υψηλής σημασίας, αφού πρόκειται για κράτος με ιστορικά αυξημένο στρατηγικό ρόλο. Από το 1997, η Ρωσία έχει ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ που επισημοποιείται με την υπογραφή της Ιδρυτικής Πράξης πάνω στις «Αμοιβαίες Σχέσεις Συνεργασίας και Ασφάλειας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας». Στην πορεία, οι σχέσεις της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο με τη δημιουργία, το 2002, του Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Είναι σαφές ότι η Ρωσία επιδιώκει τη συνεργασία και το συντονισμό με το ΝΑΤΟ, αφού εξάλλου κάτι διαφορετικό θα ήταν άσοφο για ένα σοβαρό κράτος.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρεί ότι εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί την αναβάθμιση της εθνικής ασφάλειας και την ενίσχυση της περιφερειακής και διεθνούς σταθερότητας, έχει καθήκον να αναλάβει πρωτοβουλίες που συνδράμουν στη διεθνή συνεργασία για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει αναδεικνυόμενη σε κρίσιμο παράγοντα διαμόρφωσης περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας, σε κομβικό σταθεροποιητικό παράγοντα της περιοχής και κυρίως σε ζωτικό σύνδεσμο της Ευρώπης με την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να λειτουργήσει προς αυτή την κατεύθυνση με την άμεση υποβολή αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ώστε να καταστήσει πλήρη και ολοκληρωμένη τη συμμετοχή της ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διευρύνει το ρόλο της ως παράγοντας ειρήνης και συνεργασίας και ώστε να ενισχύσει τη γεωπολιτική δυνατότητα της Κύπρου με την προοπτική της ενεργούς πολιτικής αξιοποίησης.
Στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης για την ανάγκη υποβολής αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, οι διαφωνούντες προβάλλουν κάποια επιχειρήματα. Παρά το ότι σεβόμαστε αυτή την επιχειρηματολογία, δηλώνουμε ότι διαφωνούμε με τη βάση και το περιεχόμενό της. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής κεντρικά επιχειρήματα/ερωτήματα:
1. «Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι ‘παρακλάδι’ του ΝΑΤΟ, έτσι πρέπει να μείνουμε μακριά του.»
Ως γνωστόν, και όπως προαναφέρθηκε, ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι πρόγραμμα του ΝΑΤΟ που αφορά τη σχέση του ΝΑΤΟ με χώρες που δεν είναι μέλη του. Ένας διεθνής οργανισμός έχει υποχρέωση να έχει θετικές σχέσεις με τους παράγοντες του διεθνούς χώρου, δηλαδή με τα κράτη. Ιδιαίτερα όταν οι διαχωρισμοί που επέβαλε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου έχουν εκλείψει, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην διαχωρίζεται πλέον σε εχθρούς και φίλους, είναι απαραίτητο για το ΝΑΤΟ να λειτουργήσει ως ανοικτός οργανισμός, αίροντας αυτή την κατηγοριοποίηση. Έτσι, μέσα από το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη τα κράτη που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ μπορούν να έχουν, μέσα από δομημένες διαδικασίες, τη σχέση που οι λαοί τους κρίνουν ότι πρέπει να έχουν με το ΝΑΤΟ. Βεβαίως, εάν η θέση που εκφράζεται από κάποιους είναι ότι η Κύπρος δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με το ΝΑΤΟ, μάλλον ως κατ’ ευχήν σκέψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Είτε αποφασίσουμε να αγνοήσουμε το ΝΑΤΟ, είτε όχι, το ΝΑΤΟ θα υπάρχει ούτως ή άλλως. Εάν όμως αυτοπεριορίζουμε τη διεθνή δραστηριότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρασυρόμενοι από ιδεολογικές εμμονές που παραμένουν προσκολλημένες σε δεδομένα που έχουν εκλείψει πριν από δύο δεκαετίες, τότε μπορεί να είμαστε ιδεολογικά συνεπείς, αλλά ταυτόχρονα είμαστε εθνικά ασυνεπείς. Επειδή, όταν η ιδεολογική θέση αρχής ξεπερνά σε σπουδαιότητα τη θέση του συμφέροντος της πολιτείας, βρίσκεται σε διάσταση με το συμφέρον των πολιτών, που δεν ορίζεται από τη συνέπεια σε ιδεολογικά απολιθώματα, αλλά από την ετοιμότητα της ανταπόκρισης σε πραγματικές ανάγκες.
2. «Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη είναι προθάλαμος του ΝΑΤΟ».
Μέχρι σήμερα, δέκα εταιρικά κράτη έγιναν πλήρη μέλη του ΝΑΤΟ, δώδεκα μαζί με την Αλβανία και την Κροατία που έγιναν μόλις χθες μέλη, ένα εταιρικό κράτος είναι υποψήφιο για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Η εξέλιξη της σχέσης του κάθε κράτους με το ΝΑΤΟ είναι κάτι που αφορά αποκλειστικά το ίδιο το κράτος και απολύτως κανέναν άλλο. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία δεν επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ δεν θα υποβάλει σχετική αίτηση, ενώ εάν επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, θα υποβάλει. Ταυτόχρονα, εάν η Κυπριακή Δημοκρατία επιθυμεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να προηγηθεί η ένταξή της στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη εκφράζει ακριβώς αυτό: τη βούληση των κρατών που συνειδητά επιθυμούν να έχουν εταιρική σχέση με το ΝΑΤΟ, χωρίς να είναι μέλη του. Το ΔΗΚΟ δεν τοποθετείται υπέρ της ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αλλά υποστηρίζει την ανάπτυξη μίας λειτουργικής σχέσης με το ΝΑΤΟ, στα μέτρα και στις ανάγκες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ΔΗΚΟ θεωρεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει ούτε την πολυτέλεια, ούτε την επιλογή της αποχής από το διεθνές περιβάλλον συνεργασίας για την ασφάλεια. Το διεθνές περιβάλλον υφίσταται με ή χωρίς την Κυπριακή Δημοκρατία και εάν εμείς έχουμε τη ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να υπάρξουμε ξέχωρα από τις διεθνείς δομές συνεργασίας, τότε αδικούμε κατάφορα την Κυπριακή Δημοκρατία.
3. «Η Κύπρος, ως μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, θα είναι υποχρεωμένη να συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ;»
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει με οποιοδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε επιχείρηση με την οποία τα συντεταγμένα όργανα του κράτους δεν συμφωνούν. Π.χ., το 1996 δεν ήταν συμβατική υποχρέωση των εταιρικών κρατών να συμμετάσχουν με στρατιωτικά τμήματα στη Δύναμη Εφαρμογής της ειρηνευτικής συμφωνίας για τη Βοσνία, το 1999 δεν ήταν υποχρεωτικό για τα εταιρικά κράτη να συμμετάσχουν στη δύναμη του Κοσσυφοπεδίου και το 2003 δεν ήταν υποχρεωτικό για τα εταιρικά κράτη να συμμετάσχουν στη Διεθνή Δύναμη Βοήθειας για Ασφάλεια στο Αφγανιστάν, κ.ο.κ.. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία, ως μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, κρίνει ότι σε ανάλογες περιπτώσεις χρειάζεται να συμμετάσχει, τότε θα συμμετάσχει, όπως έπραξε ήδη για το Κονγκό, για το Σουδάν, για τη FYROM, για τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και για τη Μολδαβία-Ουκρανία.
4. «Μέσα από το Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, η Τουρκία θα γνωρίζει τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς της Κύπρου;»
Είναι γεγονός ότι μεταξύ των στόχων του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη είναι η διαφάνεια στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Όμως αυτό δεν μας επηρεάζει με οποιοδήποτε αρνητικό τρόπο, αφού μέσα στους στόχους της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Εθνικής Φρουράς δεν είναι η πρόκληση έκπληξης στην Τουρκία μέσα από τη διενέργεια αστραπιαίας στρατιωτικής επιχείρησης. Πέρα από την εκατέρωθεν ισχύ της διαφάνειας, πέρα από το ότι αποτελεί μάλλον ψευδαίσθηση η εντύπωση της μυστικότητας των εξοπλισμών της Εθνικής Φρουράς και πέρα από το ότι κάποια πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα της Κύπρου ανακοινώθηκαν δημόσια από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο, η εθνική μας υπόθεση δεν είναι στρατιωτικό, αλλά πολιτικό πρόβλημα. Η Εθνική Φρουρά δεν είναι αντάρτικο τμήμα αλλά ο στρατός ενός υπεύθυνου κράτους, και η διαφάνεια στους εξοπλισμούς της δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελεί απευκταία διαδικασία. Εφόσον η διεθνής πρακτική έχει να κάνει με τη διαφάνεια και εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία είναι σοβαρό κράτος, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με επιφύλαξη την αποκάλυψη των στρατιωτικών της δυνάμεων, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον συμπεριφορά και στάση τριτοκοσμικού και αποτυχημένου κράτους. Εξάλλου, εδώ και πολλά χρόνια, η συμμετοχή της Κύπρου στον ΟΑΣΕ έχει να κάνει και με τα θέματα διαφάνειας σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, κάτι που ουδέποτε αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από τις Κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.
5. «Η Τουρκία, ούτως ή άλλως, θα ασκήσει βέτο κατά της αίτησης ένταξης της Κύπρου, έτσι δεν χρειάζεται η υποβολή αίτησης ένταξης».
Η δυνατότητα πρόταξης του δικαιώματος της αρνησικυρίας που διαθέτει η Τουρκία ως κράτος μέλος του ΝΑΤΟ έναντι της αίτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη δεν είναι μία παράμετρος που μπορεί να αυτοπεριορίσει την Κυπριακή Δημοκρατία από την εξάσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, ιδιαίτερα σε θέματα άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας να υποβάλει αίτηση ένταξης, θα το πράξει και θα λειτουργήσει έτσι ώστε η αίτησή της να γίνει αποδεκτή. Εάν η Τουρκία κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της η παρεμπόδιση της ένταξης της Κύπρου, θα το πράξει. Όμως, δεν μπορεί η εφαρμογή της τουρκικής πολιτικής να λειτουργεί αποτρεπτικά προς την εφαρμογή της δικής μας πολιτικής. Επιπλέον, δεν ευσταθεί η εντύπωση της εξίσωσης του ενδεχόμενου τουρκικού βέτο με το ενδεχόμενο κυπριακό βέτο για την πρόοδο της ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κάθε τοποθέτηση στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, γίνεται με βάση συγκεκριμένο πολιτικό αιτιολογικό. Έτσι, η Κύπρος θα έχει τη δυνατότητα της άσκησης πραγματικής εξωτερικής πολιτικής και ουσιαστικών διπλωματικών κινήσεων εντός του πλαισίου που θα διαμορφωθεί. Επιπρόσθετα, ανεξαρτήτως της τουρκικής στάσης, η υποβολή αίτησης ένταξης θα συμβάλει εποικοδομητικά στην προσπάθεια επίτευξης λύσης του Κυπριακού Προβλήματος, αφού θα λειτουργήσει ως επιπρόσθετο πολιτικό και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις προσπάθειες του Προέδρου της Δημοκρατίας στα πλαίσια των διαβουλεύσεων.
6. «Πρακτικά δεν θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο εάν είμαστε μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη, έτσι δεν χρειάζεται να ενταχθούμε».
Αυτό είναι μάλλον το πιο λογικοφανές επιχείρημα εναντίον της υποβολής αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Κατ’ αρχήν, αντιστρέφω αυτό το επιχείρημα: Τι τραγικό θα συμβεί εάν η Κύπρος είναι μέλος του Συνεταιρισμού για την Ειρήνη; Θα επηρεαστεί αρνητικά η καθημερινότητα του Κύπριου πολίτη; Βεβαίως όχι. Όμως η θέση ότι δεν θα αλλάξει θετικά τίποτα με την ένταξη της Κύπρου, βασίζεται σε μια στατική αντίληψη της διεθνούς και της ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας ενώ, αντίθετα, η πραγματικότητα έχει δυναμικά χαρακτηριστικά που αλληλοεπηρεάζονται όχι μόνο προσθετικά, αλλά και πολλαπλασιαστικά. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Κυπριακή Δημοκρατία μετά από την ανασυγκρότηση που ακολούθησε την τουρκική εισβολή και τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού, είναι η ενεργός ανταπόκριση στα καθήκοντα του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μεγάλη πρόκληση για την εξωτερική πολιτική της Κύπρου είναι η πλήρης και ενεργός συμμετοχή στα όργανα και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε ως κράτος να μπορούμε να συμβάλουμε στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και έτσι ώστε οι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας να είναι παρόντες σε αυτή τη διαδικασία. Οι νέες πολιτικές δυνατότητες της Κύπρου δεν επισυνέβησαν αυτόματα μετά από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης αλλά καλλιεργούνται και επιβεβαιώνονται καθημερινά μέσα από την καλή συμμετοχή μας και μέσα από την καλή συνεργασία μας με τους εταίρους μας. Η καλή συνεργασία δεν περιορίζεται μόνο στην αναζήτηση υποστήριξης για τα δικά μας δίκαια. Αλλά έχει να κάνει με την έκφραση που θέλει τον ένα να μπορεί να «μπει μέσα στα παπούτσια» του άλλου. Ή κατά μία άλλη έκφραση να μπορεί να «μπει κάτω από το δέρμα» του άλλου ώστε να αντιληφθεί και να κατανοήσει τα προβλήματα και τις ανησυχίες του. Η αποσπασματική συμμετοχή της Κύπρου, την καθιστά μέλος περιορισμένης ευθύνης, με περιορισμένη παρέμβαση και με περιορισμένο περιθώριο επιτυχιών. Επειδή δεν είναι αυτή η συμμετοχή που οραματίστηκαν όσοι πίστεψαν στο ευρωπαϊκό μέλλον της Κύπρου, δεν μπορούμε να δεχθούμε περιορισμένη ευρωπαϊκή συμμετοχή για την Κυπριακή Δημοκρατία. Και εκ των πραγμάτων, η πλήρης συμμετοχή περνά μέσα από την ένταξη στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Για το Δημοκρατικό Κόμμα, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν ένα όραμα το οποίο υπηρετήσαμε και συνεχίζουμε να υπηρετούμε. Για την ολοκλήρωση αυτού του οράματος χρειάζεται αποδοτική και πλήρης συμμετοχή μας στα όργανα και στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ΔΗΚΟ δεν βλέπει τη διαρκή αναβάθμιση της συμμετοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε μέσα από μπλε, ούτε μέσα από κόκκινους φακούς. Επειδή στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία τι χρώμα έχουν οι φακοί, αρκεί να μην είναι διαθλαστικοί. Όταν οι φακοί προκαλούν ιδεολογική διάθλαση της πραγματικότητας, δεν υπηρετούν τα οράματα και τους στόχους του κυπριακού λαού, που εμείς ως Κόμμα του Κέντρου είμαστε ταγμένοι να υπηρετούμε. Η ανάγκη υποβολής αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη ήταν διαχρονική θέση του ΔΗΚΟ, που προτάχθηκε τόσο προς τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο, όσο και προς τον Πρόεδρο Χριστόφια. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, σεβάστηκε τις επιφυλάξεις του ΑΚΕΛ και μετέθεσε προς το μέλλον την υποβολή αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη. Όμως οι ευαισθησίες του ΑΚΕΛ, όσο σεβαστές και εάν είναι, δεν μπορούν να λειτουργούν ανασταλτικά για την όδευση προς την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού μέλλοντος του Κυπριακού λαού. Το αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων μπορεί και πρέπει να εισακουστεί από την Κυβέρνηση, και εφόσον υπάρχουν επιφυλάξεις και ανησυχίες για την εξέλιξη της συμμετοχής της Κύπρου στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, πιστεύουμε ότι ο Πρόεδρος Χριστόφιας θα διαχειριστεί τη συμμετοχή της Κύπρου με τρόπο που να μην επιτρέψει στις ανησυχίες να μετουσιωθούν σε πράξη. Έτσι, το ΔΗΚΟ καλεί την Κυβέρνηση, καλεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, να δρομολογήσει άμεσα τις διαδικασίες για υποβολή αίτησης ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.
Ετικέτες
Ευρωπαϊκή Ένωση,
Κοινοβουλευτική Δράση
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)