Το ΔΗΚΟ βρίσκεται διαχρονικά στην εμπροσθοφυλακή των μεγάλων εθνικών επιλογών που αφορούν αφενός τη διατήρηση και τη θωράκιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, και αφετέρου τη συνεπή όδευση στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στα πλαίσια της διεκδίκησης για αυτές τις μεγάλες εθνικές επιλογές, το ΔΗΚΟ τοποθετείται διαχρονικά με καθαρότητα και με σαφήνεια, χωρίς να περιορίζεται και χωρίς να φιμώνεται από κανέναν. Ανέκαθεν η καθαρότητα της φωνής του ΔΗΚΟ προκαλούσε τις αντιδράσεις και τις πιέσεις όσων δεν βρίσκονταν εναρμονισμένοι με τους στόχους και τις επιδιώξεις του κυπριακού λαού και ανέκαθεν το ΔΗΚΟ τολμούσε να τοποθετείται με παρρησία ανεξαρτήτως της όποιας πολεμικής του ασκείτο.
Το ΔΗΚΟ δεν φιμώθηκε το 1985, όταν ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ πίεζαν αντιδεοντολογικά και αντιθεσμικά το Σπύρο Κυπριανού για την αποδοχή διχοτομικών σχεδίων λύσης του Κυπριακού. Το ΔΗΚΟ δεν φιμώθηκε το 2004 όταν ντόπια και ξένα κέντρα εκβίαζαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο για την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν. Το ΔΗΚΟ δεν φιμώθηκε το 1987 όταν κάποιοι δεν ήθελαν την τελωνειακή ένωση της Κύπρου με την τότε ΕΟΚ, δεν φιμώθηκε το 1990 όταν πρωτοστατούσε στην υποβολή αίτησης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα από την Κυβέρνηση Βασιλείου, δεν φιμώθηκε το 2007 όταν πρωταγωνίστησε στην έγκαιρη ένταξη της Κύπρου στην Ευρωζώνη και δεν φιμώθηκε το 2009 όταν τοποθετήθηκε ξεκάθαρα για την ανάγκη υποβολής αίτησης ένταξης στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη.
Σήμερα, το ΔΗΚΟ εξακολουθεί με συνέπεια να διαδραματίζει τον παραδοσιακό του ρόλο, ορμώμενο και καθοδηγούμενο από αξίες και αρχές. Από την εκλογή του Δημήτρη Χριστόφια στην Προεδρία της Δημοκρατίας και εντεύθεν, το ΔΗΚΟ υπήρξε ο ειλικρινέστερος και ο χρησιμότερος σύμβουλος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ιδιαίτερα σε σχέση με τη διαχείριση του Κυπριακού. Το ΔΗΚΟ φρόντισε, από το Μάρτιο του 2008 μέχρι σήμερα, να επισημάνει με τον πιο επίσημο τρόπο τους κινδύνους και τις δυσκολίες, να εντοπίσει τα λάθη και τις αδυναμίες, και να πιέσει για το καλύτερο. Είναι πλέον σαφές το ότι εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανταποκρινόταν σε μεγαλύτερο βαθμό στις επισημάνσεις του ΔΗΚΟ, πολλά λάθη και πολλές παραλείψεις θα αποφεύγονταν.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, μέσα από πρόσφατες δηλώσεις του, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι το ΔΗΚΟ ασκεί ισοπεδωτική και αφοριστική κριτική στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ότι έχει ως στόχο την αποτροπή της λύσης του Κυπριακού. Ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ πρέπει να γνωρίζει ότι το Φεβρουάριο του 2008, τα στελέχη, τα μέλη και οι ψηφοφόροι του ΔΗΚΟ δεν έδωσαν λευκή επιταγή στον Πρόεδρο Χριστόφια για τη διαχείριση του Κυπριακού. Πρέπει να γνωρίζει ότι με αυτές τις προσβλητικές αναφορές τραυματίζει την ενότητα του κυπριακού λαού που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θυσιάζεται στο βωμό των Ευρωεκλογών.
Το ΔΗΚΟ είναι συνεπές στον εαυτό του, στην ιστορία του και στις θέσεις του. Το ΔΗΚΟ τολμά να τοποθετείται με καθαρότητα και με σαφήνεια, επειδή αυτή είναι η καλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει ένας σοβαρός πολιτικός οργανισμός προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Και κανένας δεν μπορεί να φιμώσει το ΔΗΚΟ όταν εκφράζει τους πόθους, τις έγνοιες και τις ανησυχίες των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
27/5/09
15/5/09
GCE και πολιτική (α)συνέπεια
Η απόφαση του Εκτελεστικού Γραφείου του ΔΗΚΟ για απόρριψη της θεσμοθέτησης των εξετάσεων GCE ως κριτηρίου για την εισαγωγή Κύπριων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου είναι σαφής πράξη πολιτικής και εθνικής συνέπειας. Το ΔΗΚΟ, ως κεντρώο κόμμα με υψηλές κοινωνικές ευαισθησίες και εμφορούμενο από τις αρχές της κοινωνικής δημοκρατίας, θέτει ως προτεραιότητα τη διαρκή υποστήριξη και ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας δωρεάν παρεχόμενης εκπαίδευσης. Το δημόσιο σχολείο παρέχει στους Κύπριους πολίτες την ισότητα ευκαιριών που είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση του κράτους δικαίου και πρόνοιας που αίρει τις κοινωνικές ανισότητες, και ως τέτοιο πρέπει να διαφυλαχθεί. Επιπλέον, το ΔΗΚΟ είναι ταγμένο στην προάσπιση της κρατικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν συνηγορεί στην εκχώρηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων καθορισμού της εκπαιδευτικής πολιτικής στη βρετανική Κυβέρνηση που καθορίζει ουσιαστικά το περιεχόμενο των εξετάσεων GCE.
Η στάση του ΔΗΣΥ, που υποστηρίζει τη θεσμοθέτηση των εξετάσεων GCE ως κριτηρίου για την εισαγωγή Κύπριων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, είναι επίσης πολιτικά συνεπής. Ο ΔΗΣΥ είναι ένα νεοφιλελεύθερο Κόμμα, που θεωρεί ότι η απολύτως ελεύθερη και ανεξέλεγκτη λειτουργία της αγοράς αποβαίνει συμφέρουσα για τον πολίτη. Αυτή η λογική επεκτείνεται και στον τομέα της εκπαίδευσης, όπου ο ΔΗΣΥ θεωρεί ότι η προνομιακή λειτουργία της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι σημαντικότερη από την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, στην κοινωνική αποστολή της οποίας εκ των πραγμάτων δεν πιστεύει. Όμως, ο ΔΗΣΥ ως Κόμμα που παρουσιάζεται να κόπτεται για τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και τον εθνικό χαρακτήρα της παιδείας, είναι εθνικά ασυνεπής, υποστηρίζοντας την υποταγή του εκπαιδευτικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις επιταγές του βρετανικού υπουργείου Παιδείας.
Από την άλλη πλευρά, η στάση του ΑΚΕΛ, που επίσης υποστηρίζει τη θεσμοθέτηση των εξετάσεων GCE ως κριτηρίου για την εισαγωγή Κύπριων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, είναι κατάδηλα πολιτικά ασυνεπής. Το ΑΚΕΛ, ως αριστερό Κόμμα, όφειλε να είναι σθεναρός υποστηρικτής της δημόσιας εκπαίδευσης και να μην τοποθετείται με τρόπο που να διευκολύνει προκλητικά την ιδιωτική εκπαίδευση. Η οικοδόμηση της δίκαιης κοινωνίας δεν περνά μέσα από τη συγκεκαλυμμένη υποστήριξη νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά μέσα από την περαιτέρω ενίσχυση των θεσμών της πολιτείας που παρέχουν, ιδιαίτερα στα χαμηλά και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα την προοπτική της μορφωτικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Αναμένουμε ότι κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το ΑΚΕΛ θα τοποθετηθεί έτσι ώστε να μην διευκολύνει τη θυματοποίηση του δημόσιου σχολείου, επιδεικνύοντας πολιτική συνέπεια. Αναμένουμε επίσης ότι κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή, ο ΔΗΣΥ θα ιεραρχήσει την εθνική συνέπεια ως σημαντικότερη από την ιδεολογική συνέπεια και θα αρνηθεί να εκχωρήσει στη βρετανική Κυβέρνηση το δικαίωμα του καθορισμού της διδακτικής ύλης των παιδιών του κυπριακού ελληνισμού, τη συγγραφή της σχολικής ιστορίας και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Το ΔΗΚΟ, ως πολιτικά και εθνικά συνεπές Κόμμα, θα πράξει το καθήκον του.
Η στάση του ΔΗΣΥ, που υποστηρίζει τη θεσμοθέτηση των εξετάσεων GCE ως κριτηρίου για την εισαγωγή Κύπριων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, είναι επίσης πολιτικά συνεπής. Ο ΔΗΣΥ είναι ένα νεοφιλελεύθερο Κόμμα, που θεωρεί ότι η απολύτως ελεύθερη και ανεξέλεγκτη λειτουργία της αγοράς αποβαίνει συμφέρουσα για τον πολίτη. Αυτή η λογική επεκτείνεται και στον τομέα της εκπαίδευσης, όπου ο ΔΗΣΥ θεωρεί ότι η προνομιακή λειτουργία της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι σημαντικότερη από την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, στην κοινωνική αποστολή της οποίας εκ των πραγμάτων δεν πιστεύει. Όμως, ο ΔΗΣΥ ως Κόμμα που παρουσιάζεται να κόπτεται για τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και τον εθνικό χαρακτήρα της παιδείας, είναι εθνικά ασυνεπής, υποστηρίζοντας την υποταγή του εκπαιδευτικού συστήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις επιταγές του βρετανικού υπουργείου Παιδείας.
Από την άλλη πλευρά, η στάση του ΑΚΕΛ, που επίσης υποστηρίζει τη θεσμοθέτηση των εξετάσεων GCE ως κριτηρίου για την εισαγωγή Κύπριων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, είναι κατάδηλα πολιτικά ασυνεπής. Το ΑΚΕΛ, ως αριστερό Κόμμα, όφειλε να είναι σθεναρός υποστηρικτής της δημόσιας εκπαίδευσης και να μην τοποθετείται με τρόπο που να διευκολύνει προκλητικά την ιδιωτική εκπαίδευση. Η οικοδόμηση της δίκαιης κοινωνίας δεν περνά μέσα από τη συγκεκαλυμμένη υποστήριξη νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά μέσα από την περαιτέρω ενίσχυση των θεσμών της πολιτείας που παρέχουν, ιδιαίτερα στα χαμηλά και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα την προοπτική της μορφωτικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Αναμένουμε ότι κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το ΑΚΕΛ θα τοποθετηθεί έτσι ώστε να μην διευκολύνει τη θυματοποίηση του δημόσιου σχολείου, επιδεικνύοντας πολιτική συνέπεια. Αναμένουμε επίσης ότι κατά τη συζήτηση του θέματος στη Βουλή, ο ΔΗΣΥ θα ιεραρχήσει την εθνική συνέπεια ως σημαντικότερη από την ιδεολογική συνέπεια και θα αρνηθεί να εκχωρήσει στη βρετανική Κυβέρνηση το δικαίωμα του καθορισμού της διδακτικής ύλης των παιδιών του κυπριακού ελληνισμού, τη συγγραφή της σχολικής ιστορίας και τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Το ΔΗΚΟ, ως πολιτικά και εθνικά συνεπές Κόμμα, θα πράξει το καθήκον του.
6/5/09
Δημόσια εκπαίδευση και κρατική κυριαρχία
Το Δημοκρατικό Κόμμα, ως η κατ’ εξοχήν δύναμη του ενδιάμεσου χώρου, πρεσβεύει διαχρονικά τις αρχές και τις αξίες της κοινωνικής δημοκρατίας. Για το ΔΗΚΟ, η σθεναρή υποστήριξη της δημόσιας εκπαίδευσης αποτελεί προτεραιότητα, αφού αυτή είναι η οδός που διασφαλίζει την προοπτική της μορφωτικής και κοινωνικής ανέλιξης όλων των πολιτών, μέσα από την παρεχόμενη ισότητα ευκαιριών. Η διαρκής αναβάθμιση της δημόσιας δωρεάν παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι υποχρέωση της πολιτείας, αφού η κύρια μάζα των μικρομεσαίων και μη προνομιούχων πολιτών επενδύει στη δημόσια εκπαίδευση τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Τα ιδιωτικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επιτελούν πολύ σημαντικό έργο και η λειτουργία τους παρέχει τη δυνατότητα της επιλογής που πρέπει να έχει ο κάθε πολίτης. Όμως το πλαίσιο της λειτουργίας τους δεν πρέπει να είναι τέτοιο που να τους παρέχει προνομιακή θέση σε σχέση με το δημόσιο σχολείο.
Επιπλέον, η δημόσια εκπαίδευση αποτελεί το πεδίο εφαρμογής της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ιδιαίτερα ως προς το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος, που πρέπει να συνάδει με τις πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες που καθορίζει ο κυπριακός λαός. Το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης συναποτελείται από τα εφόδια που τα θεσμικά όργανα της πολιτείας κρίνουν ότι πρέπει να διαθέτουν οι νέοι ώστε να καταστούν χρήσιμοι πολίτες για το κράτος και το κοινωνικό σύνολο. Αυτή η δυνατότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αυτονόητο δικαίωμα του κάθε κράτους, στα πλαίσια της εφαρμοσμένης κυριαρχίας του, που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απεμπολείται.
Ωστόσο, μέσα από τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής φοιτητών στα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου με κριτήριο την επίδοση στις εξετάσεις GCE, επί της ουσίας περιορίζεται και προοδευτικά απεμπολείται η κυριαρχική δυνατότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα εκπαίδευσης. Οι εξετάσεις GCE είναι βρετανικές εξετάσεις, την εποπτεία των οποίων έχει το Συμβούλιο Εξετάσεων και Αξιολόγησης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και το Βρετανικό Υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για εξετάσεις το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται από τη βρετανική Κυβέρνηση, όπως αντίστοιχα το περιεχόμενο των παγκυπρίων εξετάσεων καθορίζεται από την κυπριακή Κυβέρνηση.
Ανεξαρτήτως του μικρού αριθμού των φοιτητών που θα έχουν τη δυνατότητα εισαγωγής στο δημόσιο Πανεπιστήμιο μέσω των εξετάσεων GCE, η θεσμοθέτηση αυτών των εξετάσεων ως τρόπου εισαγωγής των Κυπρίων μαθητών στο δημόσιο Πανεπιστήμιο θα δημιουργήσει εξελικτικά το αίτημα για αύξηση του ποσοστού των παρεχόμενων θέσεων, καθώς και το αίτημα για παροχή της δυνατότητας διεκδίκησης θέσης μέσω των GCE και για τους μαθητές των δημοσίων σχολείων. Έτσι, εφόσον η είσοδος των μαθητών στα δημόσια Πανεπιστήμια θα γίνεται (και) μέσα από τις εξετάσεις GCE, το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης θα είναι αυτό που θα καθορίζεται από το βρετανικό Υπουργείο Παιδείας, στο οποίο θα εκχωρήσουμε αυτή την κυριαρχική μας δυνατότητα.
Επιπλέον, η δημόσια εκπαίδευση αποτελεί το πεδίο εφαρμογής της κυβερνητικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ιδιαίτερα ως προς το περιεχόμενο του εκπαιδευτικού συστήματος, που πρέπει να συνάδει με τις πολιτικές και κοινωνικές προτεραιότητες που καθορίζει ο κυπριακός λαός. Το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης συναποτελείται από τα εφόδια που τα θεσμικά όργανα της πολιτείας κρίνουν ότι πρέπει να διαθέτουν οι νέοι ώστε να καταστούν χρήσιμοι πολίτες για το κράτος και το κοινωνικό σύνολο. Αυτή η δυνατότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αυτονόητο δικαίωμα του κάθε κράτους, στα πλαίσια της εφαρμοσμένης κυριαρχίας του, που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απεμπολείται.
Ωστόσο, μέσα από τη θεσμοθέτηση της εισαγωγής φοιτητών στα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου με κριτήριο την επίδοση στις εξετάσεις GCE, επί της ουσίας περιορίζεται και προοδευτικά απεμπολείται η κυριαρχική δυνατότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέματα εκπαίδευσης. Οι εξετάσεις GCE είναι βρετανικές εξετάσεις, την εποπτεία των οποίων έχει το Συμβούλιο Εξετάσεων και Αξιολόγησης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και το Βρετανικό Υπουργείο Παιδείας. Πρόκειται για εξετάσεις το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται από τη βρετανική Κυβέρνηση, όπως αντίστοιχα το περιεχόμενο των παγκυπρίων εξετάσεων καθορίζεται από την κυπριακή Κυβέρνηση.
Ανεξαρτήτως του μικρού αριθμού των φοιτητών που θα έχουν τη δυνατότητα εισαγωγής στο δημόσιο Πανεπιστήμιο μέσω των εξετάσεων GCE, η θεσμοθέτηση αυτών των εξετάσεων ως τρόπου εισαγωγής των Κυπρίων μαθητών στο δημόσιο Πανεπιστήμιο θα δημιουργήσει εξελικτικά το αίτημα για αύξηση του ποσοστού των παρεχόμενων θέσεων, καθώς και το αίτημα για παροχή της δυνατότητας διεκδίκησης θέσης μέσω των GCE και για τους μαθητές των δημοσίων σχολείων. Έτσι, εφόσον η είσοδος των μαθητών στα δημόσια Πανεπιστήμια θα γίνεται (και) μέσα από τις εξετάσεις GCE, το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης θα είναι αυτό που θα καθορίζεται από το βρετανικό Υπουργείο Παιδείας, στο οποίο θα εκχωρήσουμε αυτή την κυριαρχική μας δυνατότητα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)